Τελικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κάθε φορά που κυκλοφορεί ένας δίσκος, φυσικά και έχει να κάνει με το περιεχόμενο, τα τραγούδια, και τον καλλιτέχνη, αλλά έχω την εντύπωση ότι το πόσο απολαμβάνουμε τη μουσική έχει να κάνει περισσότερο με εμάς, καθαρά ως ακροατές. Πόσο έχουμε ωριμάσει ή όχι. Τι περιμένουμε να ακούσουμε, τι θέλουμε να ακούσουμε και με ποιο τρόπο κρίνουμε – ο καθένας από τη δική του σκοπιά – το μουσικό υλικό.
Φτάσαμε, λοιπόν, προς τα τέλη του 2016 και οι πολύ αγαπημένοι In Flames, μετά από αλλαγές μελών, με πρόσφατη κυκλοφορία το live “Sounds from the Heart of Gothenburg” και με αρκετές «μουρμούρες» για τις τελευταίες στουντιακές τους κυκλοφορίες, μάς παρουσιάζουν το δωδέκατο album τους, “Battles”.
Όπως και οι ίδιοι δήλωσαν πρόσφατα, ο τίτλος, ορμώμενος από τις προσωπικές μάχες που δίνουμε όλοι μας καθημερινά, εκφράζει μια δυναμική και προσδίδει την απαραίτητη ενέργεια, περισσότερη εν συγκρίσει με το υποτονικότερο “Siren Charms”. Εδώ και κάποια χρόνια, αυτός ο μουσικός κολοσσός από τα δυτικά της Σουηδίας έχει αφήσει πίσω του τα ένδοξα και νοσταλγικά melodic death στοιχεία και έχει αλλάξει ρότα. Πολλοί είναι αυτοί που κάνουν τη γνωστή γκριμάτσα απέχθειας και δυσανασχετούν με τα τελευταία albums, έχοντας σα μέτρο σύγκρισης τα αριστουργήματα “Clayman”, “Whoracle”, “Colony” κ.λπ.
Όμως, το “Battles” έρχεται με φρέσκο ήχο και ωραίες ιδέες από τους Anders Friden & Σια. Τα φωνητικά του Friden είναι ως επί το πλείστον καθαρά, με ορισμένα πολύ πιο heavy και brutal σημεία, που μας θυμίζουν την μετά 2000 εποχή των In Flames. Οι κλασικές δισολίες των Gelotte και Engeln υπογραμμίζουν τον trademark ήχο των Σουηδών, αλλά, παρόλο που η μελωδία είναι διάχυτη σε όλο το δίσκο (π.χ. “Like Sand”), απουσιάζει αυτό το αυθεντικό feeling της μελωδικής «σουηδίλας», όπως κάποτε αποκαλούσαμε τον χαρακτηριστικό Gothenburg ήχο. Ο Gelotte επίσης, σολάρει εκπληκτικά σε διάφορα κομμάτια (π.χ. όμορφο solo υπάρχει στο “Battles”), υπάρχουν αρκετά ωραία ρυθμικά σημεία, αλλά όχι «όπως κάποτε», με μαζεμένο και συνεχόμενο headbanging στα rhythm sections των τραγουδιών.
Μεγάλη συμβολή στο συγκεκριμένο πλέον ήχο των In Flames έχει παίξει και η παραγωγή του “Battles” στο Los Angeles (και όχι στο Βερολίνο, όπως ο προηγούμενος ή στο Gothenburg) από τον διάσημο παραγωγό Howard Benson, με λιγότερο heavy ήχο συνολικά, περισσότερα synthesizers και έμφαση στα «ανθεμικά» – σχεδόν – refrain (π.χ στο αγαπημένο μου “Here Until Forever”, όπου περισσεύει μπόλικο συναίσθημα και το refrain γίνεται συνοδεία χορωδίας). Αυτός ο «αμερικανιζέ» πλέον ήχος προσωπικά δε με χαλάει και δείχνει πόσο η μπάντα έχει εξελιχθεί, όπως εκείνη θέλει, εντάσσοντας και άλλα στοιχεία στη μουσική της, χωρίς να χάνεται η ποιότητα αλλά και – μέχρι ενός ορισμένου σημείου – η ταυτότητα και τα γονίδιά της, τα οποία παραμένουν – ακόμη – κάτοικοι Gothenburg.
Οι In Flames, αν και pioneers του σουηδικού μελωδικού death metal, πίσω στα μέσα των 90s, αλλάζουν τη μουσική τους, έχοντας προφανώς αλλάξει και οι ίδιοι πάρα πολύ, εξελίσσονται και παρουσιάζουν έναν αρκετά μελωδικό heavy metal δίσκο, με έναν Anders Friden σε μεγάλα κέφια, αλλά και ένα συνολικά καλοδουλεμένο και σμιλεμένο δίσκο από κάθε άποψη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (έχοντας χάσει προφανώς την αγριάδα και τον τσαμπουκά της νιότης των πρώτων τους δίσκων). Οι In Flames είναι εδώ, και είναι εδώ για τα καλά. Το σίγουρο είναι ότι θα διχάσουν τους οπαδούς τους ακόμα μια φορά, μιας και δε γίνεται όλοι να είναι ευχαριστημένοι.
- 7/10
Αντώνης Μαντζαβίνος