Home » GRAVEYARD-“INNOCENCE & DECADENCE” (NUCLEAR BLAST)

GRAVEYARD-“INNOCENCE & DECADENCE” (NUCLEAR BLAST)

by MythofRock

     Άλλο ένα σουηδικό συγκρότημα που έχει πάρει την ανιούσα, από τον πρώτο κιόλας δίσκο του. Οι Graveyard θεωρούνται ήδη πρωτοπόροι στο heavy rock ιδίωμα και κάνουν πάταγο με παγκόσμιες περιοδείες στα πέρατα της γης. Δεν πρόκειται να ξεχαστεί η εμφάνισή τους στο Gagarin 205, όπου ήταν εκπληκτικοί και μας έκαναν να απολαύσουμε τη συναυλία τους.

     Μας παρουσιάζουν, λοιπόν, τον τέταρτο full-length δίσκο τους, το “Innocence & Decadence”, και αποδεικνύουν πόσο δεμένοι είναι, πόσο μεγάλη μπάντα είναι, πόσο ώριμος είναι ο ήχος τους. Με αναφορές στη μουσική τους που μας φέρνουν στο νου τους Black Sabbath, Dire Straits, Grand Funk Railroad, Led Zeppelin, Cream και Blue Oyster Cult, αποδεικνύουν ότι είναι αυτοί που είναι, γιατί ουσιαστικά καταφέρνουν να αποδώσουν όλες τις επιρροές και εμπνεύσεις τους με αυτόν τον ξεχωριστό, δικό τους τρόπο, που είναι σήμα κατατεθέν πλέον.

     Το πρώτο κομμάτι, “Magnetic Shunk”, σε πιάνει από την αρχή με ένα groove-άτο riff, το οποίο δίνει τον τόνο για τη συνέχεια αλλά και σε προϊδεάζει, χωρίς την ίδια στιγμή ν’ αποκαλύπτει και πάρα πολλά. Αλλάζει ρυθμό στα τύμπανα και φορτσάρει σταδιακά, με αναφορές στα τέλη των 60s και τις αρχές των 70s, στις κιθάρες και όχι μόνο. Το επόμενο, «The Apple & the Tree”, μάς θυμίζει αρκετά Jimmy Hendrix, και στην κιθάρα αλλά και στα φωνητικά, προσδίδοντας και αυτό τον vintage/retro ήχο, που κάνει τόσο ιδιαίτερους τους Σουηδούς. Το ενδιαφέρον του δίσκου γίνεται πιο έντονο με το επόμενο κομμάτι, “Exit 97”, το οποίο ξεκινά με ένα μελωδικό, γλυκό τόνο στην κιθάρα, ρίχνοντας τους τόνους. Η φωνή του Joakim Nilsson είναι αισθαντική, μαγική και ταξιδιάρικη, ό,τι πρέπει για το συγκεκριμένο ύφος, και όχι μόνο, θα προσθέταμε, αφού εναλλάσσεται στο ίδιο κομμάτι αρκετές φορές με μια πιο έντονη φωνή. Συνεχίζουμε με το “Never Theirs to Sell”, με ένα πολύ καλό rhythm section σε mid-tempo καταστάσεις, και ένα πολύ όμορφο solo. Σημειωτέον, μιας και αναφερθήκαμε στο rhythm section: η μπάντα πλέον έχει νέο μπασίστα, τον Truls Mörck, ο οποίος αντικαθιστά επαξιότατα τον Rikard Edlund, και μάλιστα συμβάλλει στο δίσκο, με lead vocals, παρακαλώ. Με το “Can’t Walk Out” αποδεικνύουν ακόμα μια φορά το πόσο καλοί είναι στο να μπολιάζουν επιτυχημένα τις διαφορετικές τους επιρροές, και, ρε γαμώτο, το κάνουν τόσο καλά! Είναι σαν ένα μουσικό ταξίδι στις δεκαετίες του ’60 και του ‘70, αλλά μέσα από μια φυσική και «οργανική» διαδικασία. Όπως, εξάλλου, είναι και ο ήχος τους γενικότερα.

     Το “Too much is not Enough” περιέχει ίσως μία από τις καλύτερες ερμηνείες του Joakim Nilsson και το κομμάτι έχει και κάτι από Motown blues (θεϊκό!), από Memphis ή Tennessee … Φύσηξε Νοτιάς μάλλον στο Göteborg, με τη soul να δίνει το στίγμα της και τα γυναικεία φωνητικά να ακούγονται στο background! Στο επόμενο, “From A Hole In the Wall”, φωνητικά αναλαμβάνει ο μπασίστας Truls Mörck, κάτι που συμβάλλει παραπάνω από θετικά στην ποικιλότητα και διαφορετικότητα του δίσκου. Αλλά έχουμε και ένα μικρό blast beat στη μέση του κομματιού, δείχνοντας ότι η μπάντα είναι εντελώς ακομπλεξάριστη στο να προσθέσει διάφορα στοιχεία στο δίσκο. Ακολουθούν το mid-tempo “Cause & Defect” και το «ηλεκτρίζον» “Hard-Headed”, αμφότερα απολαυστικά στα ώτα του ακροατή, με διαφορετικές καταβολές. Φυσικά υπάρχει το πιο bluesy κομμάτι ίσως του δίσκου, το “Far Too Close”, όπου φωνητικά αναλαμβάνει ο lead κιθαρίστας Jonathan Ramm και το οποίο προσδίδει μια πιο μελαγχολική διάθεση, με ένα ίσως απροσδόκητο τελείωμα, σα να αφήνει κάτι για τον ακροατή …

     Ο δίσκος κλείνει με το «Stay for a Song”, μια μινιμαλιστική μπαλάντα, χωρίς πολλά πολλά, η οποία είναι, ας πούμε, το alter ego της εισαγωγής του δίσκου και αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στον ακροατή … Όπως και στο προηγούμενο κομμάτι, σαν να θέλει να μας αφήσει να ταξιδέψουμε περαιτέρω, να το ανακαλύψουμε, να εμβαθύνουμε, ή απλώς να αφεθούμε στην μαγική ψυχεδέλειά του …

     Τελικά, στο νησί Hisingen της Σουηδίας (είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της χώρας, και έτσι ονομάστηκε και ο δεύτερος δίσκος των Graveyard, απ’ όπου κατάγονται κιόλας), φτιάχνουν εκπληκτικούς δίσκους, με τέτοιο μεράκι και έμπνευση, ώστε εμείς οι ακροατές να «παρασυρόμαστε» σε μουσικά ταξίδια απολαυστικά, ταξίδια, όπου τα blues και η μαύρη μουσική συναντούν το rock, και το underground απλώνεται διάπλατα στο mainstream! Αν και το “Hisingen Blues” είναι ο αγαπημένος μας δίσκος, το “Innocence & Decadence” είναι άλλη μία απόδειξη για το πόσο σπουδαίοι είναι οι Graveyard.

     Ανυπομονούμε ήδη για τις επόμενες συναυλίες τους στην Ελλάδα.

     Skål!

  • 8/10

Αντώνης Μαντζαβίνος

You may also like

Leave a Comment


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.