Σκηνοθεσία: Jennifer Kent
Παίζουν: Essie Davis, Noah Wiseman, Daniel Henshall κ.ά
Διάρκεια: 94′
από τον Χρήστο Ζαφειριάδη
Πάντοτε πίστευα ότι μια καλή ταινία τρόμου μπορείς απλά και μόνο να την ακούς. Δεν χρειάζεται να βλέπεις τα τέρατα, τα αίματα και τα τρομαγμένα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μπορείς μονάχα να ακούς τις κραυγές και τους ήχους της αγχώδους (δια)ταραχής τους, μπορείς να αισθάνεσαι το σκοτάδι και την απειλητική ατμόσφαιρα, που δημιουργεί η έλλειψη μιας αντικειμενικής αναπαράστασης. Με αυτό τον τρόπο η φαντασία ερεθίζεται αβίαστα χωρίς να μπορείς να της ξεφύγεις, χωρίς να μπορείς να αποδράσεις από την φρίκη και τον πανικό, που ο ίδιος προκαλείς στον εαυτό σου, όσο ερμητικά κλειστά κι αν πιστεύεις ότι μπορείς να κρατήσεις τα μάτια σου. Έτσι, ο τρόμος που προκαλείται είναι περισσότερο επικίνδυνος, αφού παίρνει τη μορφή, που του δίνεις εσύ, εκείνη, που κατοικεί στις πιο σκοτεινές γωνιές του μυαλού, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, για να επιτεθεί στην καθημερινή σου αταραξία. Μια καλή ταινία τρόμου μπορεί να το προκαλέσει αυτό, απλά και μόνο με τους ήχους, που είναι ενδεδυμένες οι σκηνές της, απλά και μόνο με την συνειδητή δημιουργία ενός υποκειμενικού εφιάλτη έτοιμου να σε κατασπαράξει. Το “The Babadook” είναι η καλύτερη ταινία, για να την ακούσεις.
Η ταινία της Αυστραλιανής Jennifer Kent πραγματεύεται την ιδέα του μπαμπούλα, που έρχεται συνήθως τις νύχτες, για να τρομάξει τα μικρά παιδιά και, αν του κάνει κέφι, να επιτεθεί και στους ανυποψίαστους γονείς τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπερφυσική δύναμη του τίτλου ξεπηδά από τις σελίδες ενός αγνώστου ταυτότητας παιδικού βιβλίου και επιτίθεται στον εξάχρονο Samuel και τη μοναχική μητέρα του, Amelia. Δύο χαρακτήρες ευάλωτοι, που έρχονται αντιμέτωποι με την οντότητα αυτή, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και για τους δικούς του λόγους.
Είναι φανερό ότι η σκηνοθέτις, ήδη από το μικρού μήκους “Monster”, προσπαθεί να μιλήσει για τους κρυμμένους φόβους του καθενός από εμάς και την μορφή, που τους δίνουμε, για να μας στοιχειώνουν με ευλάβεια. Και το κάνει με ένα υπέροχο παιχνίδι υποβολής και φωτοσκιάσεων που, είμαι σίγουρος, θα ζήλευαν οι masters of horror της δεκαετίας του ‘30 και του ’40. Ένα μικρό παιδί άμαθο, ανεπιτήδευτο και αθώο, όπως είναι, βλέπει τον Babadook σε κάθε σκιά της καθημερινότητάς του, μέχρι να πειστεί ότι τον βλέπει και στο φως. Οι λόγοι δεν είναι πολύπλοκοι, η πραγματικότητα, όπως ακριβώς αναγνωρίζεται, έτσι με την ίδια ευκολία μπορεί και να διαστρεβλωθεί. Στο μυαλό ενός μικρού παιδιού οι μπαμπούλες υπάρχουν πάντα, είναι όμως στο χέρι των μεγαλυτέρων να τους διώξουν και να τους κρατήσουν μακριά. Έτσι, το τέρας συστήνεται στον θεατή, ακόμα κι αν παραμένει απρόσωπο, διατηρώντας παράλληλα υπό αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα της ύπαρξής του.
Ωστόσο, από τη μέση περίπου της ταινίας κι έπειτα, με ένα εξωφρενικό twist του σεναρίου, ο Babadook θα εγκαταλείψει τον μικρό Samuel και θα ξεκινήσει να επιτίθεται και να πολιορκεί την αντίληψη της μητέρας. Μιας μητέρας, που καλείται να αντιμετωπίσει το σκοτάδι, που κατοικεί μέσα της από την ημέρα, που ο σύζυγός της, έξι χρόνια πριν, έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό, μεταφέροντάς την στο νοσοκομείο, για να γεννήσει. Το σκοτάδι φυσικά δεν γεννήθηκε σε μια νύχτα – όπως στην περίπτωση του Samuel -, αλλά αναπτύχθηκε σταδιακά, αφού ο πόνος και η θλίψη της απώλειας δεν κατάφεραν να ξεπεραστούν. Αναπτύχθηκε όσο η οδύνη της μοναξιάς μεταμορφωνόταν σε πνευματική απειλή, που το μυαλό θέλησε να κρατήσει κρυφή (στις σκιές;) μέχρι να έρθει η ώρα της απελευθερωτικής φανέρωσης.
Κάπου εδώ, η Kent θα σε βάλει να σκεφτείς, αν η μορφή του Babadook είναι μια αληθινή οντότητα, που ήρθε, για να στοιχειώσει τους πρωταγωνιστές και να διεκδικήσει την σωματική τους κάθοδο στην άβυσσο, ή παραμένει αποκύημα ενός παρανοϊκού μυαλού σε πνευματική αποσύνθεση. Αν παραμένει μια ενοχική αναπαράσταση όσων μαρτυρικά μάς βασανίζουν, όσων προσπαθούμε να κρατήσουμε σε απόσταση, γιατί δεν έχουμε το σθένος να αντιμετωπίσουμε.
Μέχρι το κρεσέντο του φινάλε, απάντηση από την Kent δεν θα πάρεις. Το σινεμά, άλλωστε, δεν είναι, για να σου τα δίνει όλα. Από τις αυξομειώσεις της φωνής, που μεταμορφώνονται σε κραυγές, από τα μάτια, που σε κοιτάζουν αλλά δεν μπορείς να τα δεις μες στο σκοτάδι (νιώθεις όμως το βλέμμα τους καρφωμένο επάνω σου) και το μαύρο πέπλο, που σκεπάζει τον Babadook (θυμίζοντας το Νοσφεράτου), μέχρι τα χαμόγελα, τις ανθισμένες βουκαμβίλιες και το λευκό περιστέρι του φινάλε ως σύμβολο της ειρήνης, θα πρέπει να αποφασίσεις. Θα πρέπει να επιλέξεις, αν αυτό, που μόλις παρακολούθησες, ήταν ένας αληθινός τρόμος, που κατοικεί στο πετσί σου, ένας πνευματικός ψυχαναγκασμός σε έκσταση, ή μια ερεβώδη κατάδυση στις πιο σκοτεινές γωνιές του υποσυνείδητου.
(…με το σκοτάδι του θανάτου να μένει εκτός οθόνης, έχοντας όμως με επιτυχία κυριεύσει τα πάντα στο πέρασμά του)