από τον Απόστολο Γκολφινόπουλο
Θυμάμαι, όταν ψάχνοντας τη rock μουσική, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ανακάλυψα έναν ήχο που όσο κι αν προσπαθούσα να τον εντάξω σε κάποια κατηγορία, δεν τα κατάφερνα. Τελικά και αφού είχα αγοράσει όλους σχεδόν τους δίσκους που είχαν κυκλοφορήσει, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1981 κατάλαβα, γιατί δεν μπορούσα να περιορίσω τον Rory σε μια κατηγορία. Έστω κι αν η ιστορική συναυλία στη Νέα Φιλαδέλφεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αυτό που συνειδητοποίησα ήταν ότι ο Rory Gallagher ήταν μια κατηγορία μόνος του. Ευτυχώς που οι νεότερες γενιές με τη βοήθεια της τεχνολογίας μπορούν να δουν τι έκανε αυτός ο ταπεινός Ιρλανδός πάνω στη σκηνή. Και χαίρομαι ιδιαίτερα, όταν βλέπω ανθρώπους που δεν είχαν γεννηθεί, όταν αυτός έφυγε από τη ζωή, να ακούν και να τραγουδούν τα τραγούδια που μας άφησε κληρονομιά.
O William Rory Gallagher γεννήθηκε στο Ballyshannon στην επαρχία του Donegal της Ιρλανδίας στις 2 Μαρτίου του 1948. Ο πατέρας του Daniel εργαζόταν στην εταιρεία Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας, η οποία κατασκεύαζε έναν υδροηλεκτρικό σταθμό στον ποταμό Erne κοντά στην πόλη. Η οικογένεια μετακόμισε στην αρχή στο Derry City, όπου γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός του Donal το 1949. Η μητέρα του Monica και τα δύο αδέλφια πήγαν στη συνέχεια στο Cork, όπου μεγάλωσαν. Ο Rory φοίτησε στο North Monastery School. Η μητέρα του τραγουδούσε με τους Abbey Players στο Ballyshannon και το θέατρο, στο οποίο έπαιζε, τώρα πλέον ονομάζεται «Rory Gallagher Theatre». Έχοντας κλίση στη μουσική, οι γονείς τού χάρισαν μια κιθάρα, όταν ήταν 9 ετών, και στα 12 κέρδισε σε ένα διαγωνισμό ταλέντων. Έτσι μεγαλώνοντας, άρχισε να παίζει τόσο με την ακουστική κιθάρα του όσο και με μια ηλεκτρική που αγόρασε με το χρηματικό έπαθλο. Τρία χρόνια αργότερα κατόρθωσε να αγοράσει μια Fender Stratocaster του 1961 με 100 λίρες και ήταν αυτή η κιθάρα που συνδέθηκε μαζί του για την υπόλοιπη ζωή του. Ο Rory άκουγε ραδιόφωνο κι έτσι ανακάλυψε τη blues μουσική. Βρήκε κάποια βιβλία με συνθέσεις κι, ενώ στο σχολείο έπαιζε τραγούδια του Buddy Holly και του Eddie Cochran, κατάλαβε ότι αυτός που τον επηρέαζε πολύ ήταν ο Muddy Waters. Άρχισε, λοιπόν, να πειραματίζεται με παραδοσιακή, blues και rock μουσική. Μην μπορώντας να βρει δίσκους, έμενε μέχρι αργά και άκουγε στο ραδιόφωνο τους συνθέτες και τους μουσικούς που τον εντυπωσίαζαν περισσότερο. Σιγά σιγά ανακαλύπτει τον Woody Guthrie, τον Big Bill Broonzy και τον Lead Belly. Αρχικά προσπαθούσε να παίζει ακουστικά τα τραγούδια, χρησιμοποίησε φυσαρμόνικα και έμαθε να παίζει slide κιθάρα. Στα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε σαν μουσικός, μαθαίνοντας να παίζει σε ικανοποιητικό βαθμό άλτο σαξόφωνο, μπάσο, μαντολίνο, μπάντζο και μέχρι τα μέσα της εφηβείας του, πειραματίστηκε πολύ με διαφορετικά στυλ της blues.
Ο Gallagher το 1963 μπήκε σε ένα group, τους Fontana, μια εξάδα που έπαιζαν δημοφιλείς επιτυχίες της εποχής. Περιόδευσαν στην Ιρλανδία και την Αγγλία κι έτσι κατόρθωσε να πληρώνει τις δόσεις για την Stratocaster του. Ο Rory άρχισε να επηρεάζει το ρεπερτόριο της μπάντας, αλλάζοντας κάποια mainstream pop τραγούδια με κάποια του Chuck Berry και το 1965 οι Fontana αλλάζουν όνομα και γίνονται οι Τhe Impact. Έπαιξαν στην Ιρλανδία και την Ισπανία μέχρι τη διάλυση τους στο Λονδίνο. Ο Gallagher έφυγε με τον μπασίστα και τον drummer, για να παίξουν σαν τρίο στο Αμβούργο. Το 1966 επιστρέφει στην Ιρλανδία, πειραματίζεται με άλλους μουσικούς στο Κορκ και αποφασίζει να σχηματίσει τη δική του μπάντα.
Έχοντας πάρει τις εμπειρίες που χρειαζόταν και επηρεασμένος από την αυξανόμενη δημοτικότητα των συγκροτημάτων της δεκαετίας του 1960, ο Gallagher σχηματίζει τους The Taste, οι οποίοι αργότερα μετονομάστηκαν σε απλά Taste, το 1966. Στην αρχή η μπάντα αποτελούνταν από τον Gallagher και τους Norman Damery και Eric Kitteringham (πέθανε το 2013), οι οποίοι το 1968 αντικαταστάθηκαν από δύο μουσικούς από το Μπέλφαστ, τον drummer John Wilson και τον μπασίστα Richard McCracken. Οι Taste έπαιξαν πάρα πολύ στη Μεγάλη Βρετανία και τακτικά στο Marquee Club. Ήταν support band στους Cream στο Royal Albert Hall στην αποχαιρετιστήρια συναυλία τους και περιόδευσαν με το supergroup των Blind Faith στη Βόρεια Αμερική. Κυκλοφόρησαν δύο studio albums, το “Taste”, τον Απρίλιο του 1969 και το “On the boards”, στις αρχές του 1970, στο οποίο φαίνονται οι jazz επιρροές, με τον Rory να παίζει σαξόφωνο σε κάποια τραγούδια. Επιπλέον κυκλοφόρησαν και δύο ζωντανές ηχογραφήσεις, τα “Live Taste” και “Live at the Isle of Wight”.
Μετά την διάλυση των Taste, ο Gallagher περιόδευσε με το όνομά του και προσέλαβε τον μπασίστα Gerry McAvoy (πρώην Deep Joy), για να παίξει και στο album του με τίτλο “Rory Gallagher” που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1971. Αυτή ήταν η αρχή μιας εικοσάχρονης μουσικής σχέσης μεταξύ τους. Το τρίτο μέλος ήταν ο drummer Wilgar Campbell. Η δεκαετία του 1970 ήταν η πιο παραγωγική περίοδος του Gallagher. Ηχογράφησε 10 albums, εκ των οποίων τα δύο live, το “Live in Europe” (Μάιος 1972) και το “Irish Tour ‘74” (Ιούλιος 1974). Το Νοέμβριο του 1971 κυκλοφορεί το album «Deuce» και επιπλέον ψηφίζεται στο Melody Maker σαν International Top Guitarist of the Year, ξεπερνώντας τον Eric Clapton. Σε όλη αυτή την περίοδο τα albums του φιγουράρουν στα UK Albums Chart, αλλά ο Gallagher δεν έγινε ποτέ star. Οι δίσκοι του έχουν πουλήσει πάνω από τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, αλλά αυτό που του αναγνωρίστηκε πιο πολύ ήταν οι πολλές ζωντανές εμφανίσεις του. Αυτό αποτυπώθηκε περίτρανα στην ταινία “Irish Tour ’74” σε σκηνοθεσία Tony Palmer. Εκείνη την περίοδο, με τις μεγάλες πολιτικές αναταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία, οι περισσότεροι καλλιτέχνες δεν έκαναν περιοδείες. Σε αντίθεση με αυτούς, ο Rory είχε αποφασίσει να περιοδεύει στην Ιρλανδία, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Έτσι, κέρδισε την αφοσίωση χιλιάδων οπαδών και έγινε πρότυπο για άλλους νέους μουσικούς της χώρας του. Ο ίδιος είπε σε συνεντεύξεις ότι στην αρχή δεν υπήρχαν διεθνείς αναγνωρισμένοι Ιρλανδοί μουσικοί, μέχρις ότου ο Van Morrison, ο Gallagher και αργότερα ο Phil Lynott με τους Thin Lizzy έγιναν δημοφιλείς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Φεβρουάριο του 1973 κυκλοφορεί το “Blueprint” και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς το “Tatoo”. Οκτώβριο του 1975 βγαίνει το “Against the grain” και ένα χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1976 το “Calling Card”. Εκεί τελειώνει το line-up με τον Rod de’Ath στα τύμπανα και τον Lou Martin στα πλήκτρα που ήταν μαζί του την περίοδο μεταξύ 1973 και 1976. Τελικά η μπάντα έγινε πάλι τρίο με μπάσο, κιθάρα και drums. Το 1977 μαζί με τους Little Feat και τον Roger McGuinn, ο Gallagher παίζει στο πρώτο Rockpalast Live Concert στο Grugahalle του Essen της Γερμανίας. Με τον Ted McKenna στα τύμπανα κυκλοφορεί το “Photo-Finish” τον Οκτώβριο του 1978 και το “Top priority” τον Σεπτέμβριο του 1979. Όλη αυτή τη δεκαετία συμμετείχε σε πολλές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Το τρίτο live album κυκλοφορεί τον Νοέμβριο του 1980 με τίτλο «Stage Truck». Ο Brendan O’Neill αντικαθιστά τον Ted McKenna στα τύμπανα και τον Φεβρουάριο του 1982 κυκλοφορεί το “Jinx’. Ακολουθεί μια περίοδος 5 χρόνων που δεν μπήκε στο studio, για να φτάσουμε στον Ιούλιο του 1987 που βγαίνει το δέκατο studio album με τίτλο “Defender”. Τελευταία δισκογραφική δουλειά του Rory ήταν το “Fresh Evidence” που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1990, όπου έχει επαναφέρει τα πλήκτρα με τον John Cooke.
Σημαντικές στιγμές στην καριέρα του ήταν η συνεργασία με τον Jerry Lee Lewis και τον Muddy Waters, όταν αυτοί έπαιξαν στο Λονδίνο στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Όταν ο Ritchie Blackmore έφυγε από τους Deep Purple, ο David Coverdale πρότεινε στον Gallagher τη θέση, αλλά αυτός επέλεξε να έχει τη δική του μπάντα. Ένα πράγμα δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει, την εμμονή στη λεπτομέρεια και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Πάντα στις συνεντεύξεις του τόνιζε τη μεγάλη αγωνία που είχε. Μάλλον και γι’ αυτό δεν έγινε ποτέ ο μεγάλος star, παρ’ ότι είχε όλο το πακέτο. Παρέμεινε ταπεινός, ευγενικός με όλους και ζούσε, για να βρίσκεται πάνω στο σανίδι και να παίζει τα τραγούδια του. Τελικά κατόρθωσε να έχει φανατικούς οπαδούς σε όλο τον κόσμο και η απόδειξη γι’ αυτό είναι τα αμέτρητα festival που διοργανώνονται στη μνήμη του και οι πολλές tribute μπάντες που υπάρχουν στις περισσότερες χώρες, οι οποίες εξακολουθούν να κρατούν το κερί της μουσικής του αναμμένο. Το album “Notes From San Francisco” που περιλαμβάνει ανέκδοτες ηχογραφήσεις και μια συναυλία που έγινε στο San Francisco το 1979, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011.
Ο Gallagher είχε σήμα κατατεθέν την πασίγνωστη κιθάρα του 1961, Fender Stratocaster με serial number 64351. Ήταν η πρώτη που είχε έρθει στην Ιρλανδία, αφού την είχε παραγγείλει από τη Fender ο Jim Connolly, που έπαιζε στους The Irish Showband. Ο Connolly, όμως, είχε παραγγείλει στην πραγματικότητα μια κόκκινη Stratocaster από το κατάστημα μουσικών οργάνων Crowley στο Cork. Η εταιρεία Fender έκανε λάθος στην παραγγελία κι έτσι αυτός θέλησε να την πουλήσει το 1963 σαν μεταχειρισμένη. Ο Rory, λοιπόν, την αγόρασε τον Αύγουστο του 1963, κάνοντας πραγματικότητα το όνειρό του που ήταν να έχει μια κιθάρα σαν τον Buddy Holly. Η μητέρα του φοβήθηκε ότι χρεώθηκε για όλη του τη ζωή, αλλά εκείνος της είπε ότι με αυτή την κιθάρα δεν θα χρειαστεί άλλον κιθαρίστα στην μπάντα του, διότι θα μπορεί να παίζει και τα ακόρντα και τα solo κι έτσι θα βγάζει περισσότερα χρήματα, οπότε θα μπορέσει να την ξεπληρώσει. Αυτή η Stratocaster έγινε η σύντροφός του για την υπόλοιπη ζωή του. Σε μια συναυλία στο Δουβλίνο η κιθάρα κλάπηκε, αλλά ευτυχώς ο Rory την βρήκε παρατημένη μετά από δύο εβδομάδες κι έτσι ορκίστηκε να μην την πουλήσει και να μην τη βάψει ποτέ. Μετά τον θάνατο του Gallagher, ο αδελφός του Donal την απέσυρε και μόνο την Παρασκευή 21 και Σάββατο 22 Οκτωβρίου του 2011 την έδωσε στον Joe Bonamassa να παίξει την διασκευή του “Cradle Rock”, ανοίγοντας τις συναυλίες του στο London Hammersmith Apollo.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Gallagher φοβόταν πολύ τις πτήσεις. Για να το ξεπεράσει, πήρε μια συνταγή για ένα ισχυρό ηρεμιστικό. Αυτή η φαρμακευτική αγωγή, σε συνδυασμό με τη χρήση αλκοόλ, του προκάλεσε σοβαρή ηπατική βλάβη. Παρ ‘όλα αυτά, συνέχισε να περιοδεύει. Στην τελευταία του περιοδεία και συγκεκριμένα στις 10 Ιανουαρίου του 1995 στην Ολλανδία, ήταν εμφανώς άρρωστος και η περιοδεία έπρεπε να διακοπεί. Ο Rory μπήκε στο νοσοκομείο King’s College του Λονδίνου το Μάρτιο του 1995 και τότε έγινε εμφανής η κατάσταση της υγείας του. Το συκώτι του ήταν κατεστραμμένο και οι γιατροί αποφάσισαν ότι, παρά το νεαρό της ηλικίας του, μια μεταμόσχευση ήπατος θα μπορούσε να τον σώσει. Μετά από δεκατρείς εβδομάδες στην μονάδα εντατικής θεραπείας κι ενώ όλα εξελίσσονταν ομαλά, η υγεία του επιδεινώθηκε ξαφνικά από μια σταφυλοκοκκική λοίμωξη. Έφυγε από τη ζωή στις 14 Ιουνίου 1995 σε ηλικία 47 χρόνων. Ο Rory Gallagher θάφτηκε στο νεκροταφείο του St. Oliver κοντά στο Cork City στην Ιρλανδία. Η επιτύμβια στήλη του είναι ένα αντίγραφο του βραβείου που πήρε 1972 σαν International Guitarist Of The Year.
Πολλοί διάσημοι μουσικοί, όπως ο The Edge των U2, ο Slash των Guns N’ Roses, ο Johnny Marr των Smiths, ο Davy Knowles, ο Janick Gers των Iron Maiden, ο James Dean Bradfield των Manic Street Preachers, ο Glenn Tipton των Judas Priest, ο Vivian Campbell των Def Leppard, ο Gary Moore, ο Joe Bonamassa, έχουν αναφέρει την επιρροή του Rory Gallagher στο ξεκίνημά τους. Ο Brian May των Queen, αναφέρθηκε στην γνωριμία του: «Μαζί με έναν φίλο μου, πιτσιρικάδες ακόμα, τον πλησιάσαμε και τον ρωτήσαμε – πώς βγάζετε τον ήχο σας, κύριε Gallagher; – και αυτός απλά έκατσε και μάς εξήγησε. Έτσι εγώ χρωστώ τον ήχο μου στον Rory Gallagher». Το 2010 ο Gallagher βρέθηκε στο No 42 της Gibson.com’s List of their Top 50 Guitarists of All Time. Επίσης, στην λίστα του περιοδικού Rolling Stone με τους 100 Greatest Guitarists of All Time βρίσκεται στην 57η θέση. Τον Απρίλιο του 2014, κατά τη διάρκεια δημοπρασίας που έγινε για μια κιθάρα που χρησιμοποιούσε ο Rory, το BBC, που κάλυπτε την εκδήλωση, ανέφερε ότι ο Eric Clapton θεωρεί τον Gallagher υπαίτιο που αυτός γύρισε στα blues, οι Rolling Stones ήθελαν να αντικαταστήσει τον Mick Taylor και ακόμα ο Jimi Hendrix, όταν ρωτήθηκε πώς νιώθει που είναι ο καλύτερος κιθαρίστας του κόσμου, είπε δεν ξέρω, να πάτε να ρωτήσετε τον Rory Gallagher.
Αυτό που κατάλαβα μετά από τόσα χρόνια είναι ότι για τον Rory δεν υπάρχει μέση λύση… ή δεν σου αρέσει ή τον λατρεύεις στην κυριολεξία. Όταν βλέπεις και ακούς το συναίσθημα που βγάζει όταν τραγουδάει, όταν τον βλέπεις να παίζει με απίστευτο πάθος, όταν ο κόσμος στις συναυλίες του γίνεται ένα μαζί του, όταν βλέπεις στις συνεντεύξεις του την απλότητα και την ταπεινότητα που τον διακρίνει, τότε καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για τον φίλο σου, τον γείτονά σου, τον κολλητό σου. Χρησιμοποιώ επίτηδες ενεστώτα, διότί απλούστατα για μένα αλλά και για πολλούς σε όλο τον κόσμο ο Rory δεν έφυγε ποτέ απ’ τη ζωή. Είναι εδώ μαζί μας και θα είναι για πάντα… Rory on !!!