Μια από τις πολυαναμενόμενες συναυλίες του 2015, η συναυλία των Opeth δικαιολόγησε απόλυτα την προσμονή και το όλο διάστημα, που περιμέναμε να τους δούμε. Αν και η συναυλία ήταν στα πλαίσια του τελευταίου – εξαιρετικού κατά την ταπεινή μας γνώμη – πονήματός τους “Pale Communion”, το set list περιελάμβανε τραγούδια από ολόκληρη σχεδόν τη δισκογραφία τους, κάτι που μας ενθουσίασε. Ο καθένας μας φυσικά είχε τις δικές του επιλογές που θα ήθελε να ακούσει ζωντανά (για πρώτη ή περισσότερες φορές). Αλλά προσωπικά, καλυφθήκαμε και με το παραπάνω.
Το δυνατό «μπάσιμο» στην βραδιά έγινε με τα 2 πρώτα κομμάτια του νέου δίσκου, τα “Eternal Rains Will Come” και “Cusp of Eternity”, με το κοινό να δείχνει αρκετά ζεστό και δεκτικό. Ο ήχος εξαιρετικός, αν και με ένα μικρό overlap των πλήκτρων στην αρχή, όσο περνούσε η ώρα έστρωσε ιδανικά και ήταν πολύ ισορροπημένος καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Η συνέχεια είχε “The Drapery Falls”, από τον αγαπημένο Opeth δίσκο του υπογράφοντα “Blackwater Park”, αλλά τα brutal φωνητικά ήταν σχετικά χαμηλά, και αυτό μάλλον οφείλεται καθαρά σε «τεχνολογικό» παράγοντα και όχι τόσο στο ότι ο αρχηγός της μπάντας δεν επιθυμεί να τα αποδίδει στο μέγιστο βαθμό. Μπορεί να έχουν αλλάξει αρκετά στα 2 τελευταία albums, αλλά θεωρώ, όπως έχει και ο ίδιος δηλώσει, ότι δεν απαρνιέται έτσι απλά και εύκολα την brutal πλευρά του. Απλώς στην δημιουργική φάση που περνάει τελευταία, αυτή δεν είναι η προτεραιότητά του. Η συνέχεια είχε την κομματάρα “The Moor” από το εξαιρετικό “Still Life”. Το κοινό ήδη παραληρεί, η απόδοση της μπάντας σε πωρώνει. Τα πειράγματα του Akerfeldt στον Fredrik Akesson (“Hej Fredrik”) δίνουν και παίρνουν, προσδίδοντας έναν κεφάτο/χαρούμενο τόνο στα ενδιάμεσα των τραγουδιών. Εκπλήξεις αποτέλεσαν τα “Advent” και “April Ethereal” από τα “Morningrise” και “My Arms, You Hearse” αντίστοιχα, όπου νομίζεις ότι κατέχεις ολόκληρη την δισκογραφία του συγκροτήματος, αλλά συνειδητοποιείς ότι, είτε τα έχεις ξεχάσει, είτε δεν έχεις δώσει την απαιτουμένη σημασία σε αυτά τα αριστουργήματα, και χρειάζεται ν’ ανατρέξεις και να τα ξανακούσεις. Έρχεται το “Window Pane” και η συγκίνηση μας διακατέχει. Η απόδοση της μπάντας είναι άψογη (το solo δε του Μιχαλάκη σε αγγίζει απ’ ευθείας στην καρδιά), όπως και στο “The Devil’s Orchard” από το αμφιλεγόμενο – για το κοινό – αλλά φανταστικό “Heritage”. Το “Watershed” (ίσως το πιο ισορροπημένο Opeth album) είχε την τιμητική του με το “The Lotus Eater”, το οποίο με τον πολύ δυναμικό του τρόπο ξεσήκωσε τον κόσμο. «Ξεφύγαμε» εντελώς (με την καλή έννοια) και με το “The Grand Conjuration” από το “Ghost Reveries”, αλλά και με το άκρως συναυλιακό και κατάλληλο για encore “Deliverance”, κλείνοντας μια, πέρα για πέρα, διασκεδαστική, νοσταλγική, φανταστική βραδιά.
Έχοντας καταπληκτικό ήχο (εξαίρεση τα brutal φωνητικά) και ιδιαίτερη, χωρίς υπερβολές, επικοινωνία με το κοινό από τον Akerfeldt (να σημειωθεί η αναφορά του στον Ντέμη Ρούσο αλλά και τον A. J. Pero), με όλα τα μέλη του συγκροτήματος σε δαιμονιώδη φόρμα (ο Martin Axenrot ήταν κυριολεκτικά ογκόλιθος, ο Martin Mendez ο low–profile τύπος, γεμάτος ουσία και αυταπάρνηση, ο Joakim Svalberg απολαυστικός και στα πλήκτρα αλλά και στα κρουστά και ο θεούλης Fredrik Akesson με το βιρτουοζικο αλλά γεμάτο συναίσθημα και ουσία παίξιμο της εξάχορδης), θα μας κάνουν να θυμόμαστε για πάρα πολύ καιρό αυτή την εμφάνισή τους.
Αντώνης Μαντζαβίνος
Υ.Γ : Ζητούμε συγγνώμη για τη μη κατάθεση άποψης για τους POEM, αλλά φτάσαμε στο χώρο της συναυλίας λίγο πριν ξεκινήσουν οι Opeth, οπότε επιφυλασσόμαστε για την επόμενη φορά.