Home » OLDIEZ BUT GOLDIEZ: Αφιέρωμα στους Uriah Heep

OLDIEZ BUT GOLDIEZ: Αφιέρωμα στους Uriah Heep

by MythofRock

από τον Απόστολο Γκολφινόπουλο

 

     Αν κάποιος με ρωτήσει να πω τις πέντε μπάντες, που με έκαναν να αγαπήσω την rock μουσική, σίγουρα μία από αυτές είναι οι Uriah Heep. Μια μπάντα, που από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι και σήμερα, σέβεται απόλυτα τη μουσική, που υπηρετεί, και έχει βγάλει κομμάτια, που θα ακούγονται για πάρα πολλά χρόνια ακόμη.

Η ΑΡΧΗ

 

     Το 1967 ένας 19χρονος κιθαρίστας, ο Mick Box, δημιουργεί τους The Brentwood Stalkers, οι οποίοι άρχισαν να παίζουν σε τοπικά club. Όταν ο τραγουδιστής της μπάντας έφυγε, ο drummer Roger Penlington πρότεινε τον ξάδελφό του, David Garrick (που γνώριζε το συγκρότημα), ως αντικαταστάτη. Ο Box και ο Garrick ταίριαξαν γράφοντας τραγούδια και, έχοντας μεγάλες φιλοδοξίες, αποφάσισαν να παραιτηθούν από τις δουλειές τους και να γίνουν επαγγελματίες. Έφτιαξαν ένα νέο συγκρότημα με το όνομα Spice και ο David Garrick άλλαξε το επώνυμό του σε Byron. Ο ντράμερ Alex Napier απάντησε στην αγγελία τους, προστέθηκε και ο μπασίστας Paul Newton από τους The Gods κι έτσι ολοκληρώθηκε το line-up. Από την αρχή οι Spice απέφευγαν να παίζουν διασκευές και πάντα προσπαθούσαν να κάνουν κάτι δικό τους. Manager ήταν ο πατέρας του Newton μέχρι που η μπάντα ανέβηκε επίπεδο και τους ανέλαβε ο Gerry Bron (ιδιοκτήτης της Hit Record Productions Ltd.), ο οποίος τους είδε στο club Blues Loft στο High Wycombe. «Σκέφθηκα ότι ήταν μια μπάντα που θα μπορούσε να μεγαλουργήσει και τους πήρα», είπε ο Bron αργότερα. Τους έκλεισε συμβόλαιο με την Vertigo Records, μια νέα εταιρία της Philips και οι τέσσερις μουσικοί πήγαν στα Lansdowne Studios στο Λονδίνο, με το όνομα Spice. Τότε άλλαξαν το όνομα σε αυτό του γνωστού χαρακτήρα, “Uriah Heep”, από το βιβλίο “David Copperfield” του Charles Dickens και αποφάσισαν να διευρύνουν τον ήχο τους. Έχοντας ηχογραφήσει το μισό περίπου πρώτο τους album, ο Box σκέφτηκε ότι τα πλήκτρα θα ταίριαζαν πολύ στον ήχο τους. Καθώς ήταν οπαδός των Vanilla Fudge, αποφάσισε να προσθέσει πλήκτρα. Ο Gerry Bron κάλεσε τον Colin Wood, ο οποίος έφερε μαζί του τον Ken Hensley, που έπαιζε παλιά με τον Newton στους The Gods και τώρα έπαιζε κιθάρα στους Toe Fat. «Είδα πολλές δυνατότητες στην μπάντα, για να κάνουμε κάτι πολύ διαφορετικό», θυμάται ο Hensley. Το πρώτο album τους, “Very ‘Eavy…Very ‘Umble”, είχε γραφτεί από τον Byron και τον Box κι έτσι η συμβολή του Hensley ήταν μικρή. Λίγο πριν το τέλος των ηχογραφήσεων, ο Alex Napier αντικαταστάθηκε από τον Nigel Olsson, τον οποίο σύστησε ο Elton John. Το ντεμπούτο δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένο στις ΗΠΑ, όπου ένας κριτικός του περιοδικού Rolling Stone έγραψε ότι θα αυτοκτονήσει, αν αυτή η μπάντα πετύχει. Αυτό που φάνηκε, όμως, ήταν η χημεία, που υπήρχε μεταξύ των Byron, Hensley και Box. Όταν ο Nigel Olsson επέστρεψε στην μπάντα του Elton John, o Keith Baker πήρε τη θέση του.

     Το δεύτερο full-length της μπάντας, το “Salisbury”, ήταν περισσότερο progressive rock με το 16λεπτο ομώνυμο τραγούδι, όπου χρησιμοποίησαν 24μελή ορχήστρα. Το “Lady in Black” έγινε ένας ύμνος της μουσικής τους και γενικά, το album ήταν ένα μείγμα heavy metal και prog rock. Αλλά αυτός, που αναδείχθηκε πιο πολύ ως τραγουδοποιός, ήταν ο Ken Hensley. Λίγο μετά, ο Keith Baker αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από τον Iain Clark από τους Cressida. Με αυτόν έκαναν την πρώτη περιοδεία τους στις ΗΠΑ, σαν support στους Three Dog Night και τους Steppenwolf. Την άνοιξη του 1971 ο Gerry Bron ίδρυσε τη δική του δισκογραφική, Bronze Records. Το τρίτο album ηχογραφήθηκε το καλοκαίρι του 1971 και ήταν η στιγμή, που η μπάντα βρήκε πραγματικά σταθερή μουσική κατεύθυνση. Το “Look at Yourself” κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1971, με καλύτερα τραγούδια το ομώνυμο, το “Tears in My Eyes” και το επικό “July Μorning”, το οποίο είναι το “Stairway to Heaven” (Led Zeppelin) ή το “Child in Time” (Deep Purple) των Uriah Heep. O δίσκος έφτασε στο Νο 39 στην Αγγλία.

CLASSIC LINE-UP

 

     Λίγο πριν το τέλος του 1971, νιώθοντας περιθωριοποιημένος, ο Newton φεύγει και αντικαθίσταται από τον Mark Clarke, ενώ στη συνέχεια ο Iain Clark αντικαταστάθηκε από τον Lee Kerslake, που έπαιζε στους The Gods. Ο Gary Thain, μέλος των Keef Hartley Band, εντάχθηκε στους Uriah Heep στα μισά της Αμερικάνικης περιοδείας. Έτσι, η «κλασική» σύνθεση των Uriah Heep είναι γεγονός. Το αποτέλεσμα ήταν το άλμπουμ “Demons and Wizards”, που έφτασε στο Νο 20 στην Αγγλία και Νο 23 στις ΗΠΑ, τον Ιούνιο του 1972. Αν και ο τίτλος του δίσκου και τα τραγούδια του σχετίζονταν με ρομαντικούς, μεσαιωνικούς μύθους, άρεσε πολύ στον κόσμο και φάνηκε πως τα μέλη της μπάντας χαίρονταν με αυτό που έκαναν. Έξι μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1972, κυκλοφορεί το πέμπτο album, “The Magician’s Birthday” (Νο 28 στην Αγγλία και Νο 31 στις ΗΠΑ), με το “Sweet Lorraine” να είναι το highlight. Οι Uriah Heep πλέον είχαν προσωπικότητα με την σκηνική παρουσία του Byron να είναι το σημείο επικοινωνίας, αλλά και το ταλέντο του Hensley να καθοδηγεί την υπόλοιπη μπάντα. Τον Ιανουάριο του 1973 ηχογραφούν ένα διπλό live album, το “Uriah Heep Live” και μετά πηγαίνουν στο Chateau d’ Herouville στη Γαλλία, όπου ηχογραφούν το “Sweet Freedom” (Νο 18 στην Αγγλία, Νο 33 στις ΗΠΑ), με το “Stealin” να κυκλοφορεί ως single. Έχοντας κερδίσει παγκόσμια αναγνώριση, η μπάντα εγκατέλειψε τον κόσμο της φαντασίας στους στίχους και πρόσθεσε funk στοιχεία (“Dreamer”) και ακουστική folk (“Circus”). Ο Ken Hensley εν τω μεταξύ κυκλοφορεί την πρώτη solo δουλειά του, το “Proud Words on a Dusty Shelf”. Το “Wonderworld” ηχογραφείται στο Μόναχο τον Ιανουάριο του 1974, αλλά απογοητεύει τους οπαδούς και τα μέλη της μπάντας. Δυστυχώς η αρμονία μεταξύ των μελών διαταράσσεται, η επικοινωνία τους καταρρέει και ασχολούνται με θέματα πέρα ​​από τη μουσική. Ο David Byron ήταν συνεχώς μεθυσμένος, ο Ken Hensley ένοιωθε συναισθηματικά καταπιεσμένος και ο Gary Thain είχε ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα με τα βαριά ναρκωτικά. Σε μια περιοδεία το Σεπτέμβριο ο Thain έπαθε ηλεκτροπληξία επί σκηνής στο Dallas και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, έδωσε μια συνέντευξη και κατηγόρησε τον Bron ότι βλέπει την μπάντα σαν «οικονομικό πράγμα» με αποτέλεσμα να απολυθεί. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1975, ο Gary Thain βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, έχοντας πάρει υπερβολική δόση ηρωίνης. Ο John Wetton (Family και King Crimson) ήρθε στο group και με αυτόν ηχογραφούν το “Return to fantasy”, που δείχνει μια ανανέωση και φθάνει στο Νο 7 στην Αγγλία. Η μεγάλη παγκόσμια περιοδεία που ακολούθησε, αμαυρώθηκε από ένα νέο ατύχημα. Ο Mick Box έπεσε έξω από το στάδιο στο Louisville του Kentucky, σπάζοντας το ακτινικό οστό του δεξιού του χεριού, αλλά δεν σταμάτησε να παίζει κάνοντας τρεις ενέσεις κάθε φορά. Τον Νοέμβριο του 1975 κυκλοφορεί η συλλογή “The Best of Uriah Heep”. Είχαν προηγηθεί δύο solo albums, το ντεμπούτο του Byron “Take no prisoners” και το δεύτερο του Hensley, “Eager to Please”. Το “High and Mighty” κυκλοφορεί τον Ιούνιο του 1976. Ήταν πιο ανάλαφρο από τα προηγούμενα και μη συμφωνώντας με τον Bron, η μπάντα αποφάσισε να κάνουν την παραγωγή οι ίδιοι. Κι ενώ η κυκλοφορία του δίσκου ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, δεν ταίριαζε με την ποιότητα των συναυλιών λόγω της ασυνέπειας του Byron στη σκηνή. Οι συναυλίες βρίσκονταν σε δεύτερη μοίρα και τα προβλήματα άρχισαν. Η απόσταση μεταξύ τους ήταν τεράστια, μιας και ο Byron δεν μπορούσε να διαχειριστεί κάποια πράγματα και έβρισκε παρηγοριά στο ποτό. Τον Ιούλιο του 1976 ο Byron απολύθηκε και μετά από λίγο ο μπασίστας John Wetton ανακοίνωσε ότι αποχωρεί. Προφανώς δεν ένιωθε άνετα στην μπάντα, ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα και απλά δεν ταίριαζε η χημεία τους.

ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΑΡΧΗ 

     Οι Uriah Heep προσέλαβαν τον μπασίστα Trevor Bolder (David Bowie, Mick Ronson) και τον τραγουδιστή John Lawton (Lucifer’s Friend), με τους οποίους πήγαν σε έναν πιο απλό hard rock ήχο χαρακτηριστικό της εποχής. Ο Lawton είχε μια φωνή που θα έδινε νέα διάσταση. Το άλμπουμ “Firefly” κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1977, δείχνοντας μια νέα αρχή για τους Heep καθώς και τις ικανότητες του νέου τραγουδιστή. Η μπάντα στη συνέχεια περιόδευσε στις ΗΠΑ σαν support στους Kiss. Ο Paul Stanley είπε: «Ήταν απίστευτα επαγγελματίες και τόσο συνεπείς, που στις χειρότερες νύχτες τους ήταν εξαιρετικοί και στις καλύτερές τους ήταν τεράστιοι». Το “Innocent Victim”, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1977, ήταν λίγο καλύτερο από το “Firefly”, αλλά έμοιαζε με μια προσπάθεια να κερδίσουν την αμερικανική AOR αγορά. Το single “Free Me”, του οποίου το ακουστικό στυλ και η έμφαση στις αρμονίες τους έφερε κοντά στον ήχο των The Eagles, έγινε μια διεθνής επιτυχία. Στο τέλος του 1978 βγαίνει το “Fallen Angel”, τρίτο άλμπουμ στη σειρά με την ίδια σύνθεση, που πήρε πολύ καλές κριτικές αλλά δεν γνώρισε επιτυχία. Εν τω μεταξύ, η δυσαρέσκεια του Ken Hensley για την παρουσία στις περιοδείες της συζύγου του Lawton, οδήγησε σε τσακωμούς, που είχαν σαν αποτέλεσμα τη φυγή του τραγουδιστή αμέσως μετά το Bilzen Festival του Βελγίου.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ

     Στη θέση του Lawton ήρθε ο John Sloman από τους Lone Star, ο οποίος, εκτός του ότι τραγουδούσε, έπαιζε πλήκτρα και κιθάρα, αλλά ξαφνικά αποχωρεί ο ντράμερ Lee Kerslake. Έτσι στη θέση του έρχεται ο Chris Slade από τους Manfred Mann Earth’s Band. Το άλμπουμ “Conquest” κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1980, πήρε πολύ καλές κριτικές, αλλά οι Heep δεν ήταν ευχαριστημένοι με την ερμηνεία του Sloman, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον θεωρούσαν εξαιρετικό μουσικό. Τον Σεπτέμβριο του 1980 ο Hensley αποχωρεί, λίγο αργότερα φεύγει και ο Sloman, προσπαθούν να ξαναφέρουν πίσω τον Byron χωρίς αποτέλεσμα και ο Bolder αναχωρεί και αυτός, για να πάει στους Wishbone Ash. Ο τύπος της εποχής γράφει για το τέλος των Uriah Heep. Ο Mick Box, όμως, δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Φώναξε πάλι τον Lee Kerslake, που έπαιζε με τον Ozzy Osbourne, και αυτός έφερε μαζί του τον μπασίστα Bob Daisley. Στη συνέχεια, ήρθε ο John Sinclair, παλιός γνώριμος του Box, που έπαιζε στους Lion. Νέος τραγουδιστής της μπάντας έγινε ο Peter Goalby από τους Trapeze.

     Έτσι τον Μάρτιο του 1982 κυκλοφορεί το “Abominog”, το οποίο σημειώνει επιτυχία και αρκετοί το θεωρούν σαν το καλύτερό τους album. Το 1983 κυκλοφορεί το “Head First”, στο ίδιο πνεύμα και το αποτέλεσμα ήταν να κερδίσουν νέους οπαδούς στο χώρο του heavy metal. O Daisley εγκατέλειψε το συγκρότημα, για να γυρίσει στoν Ozzy Osbourne και ο Trevor Bolder επιστρέφει. Οι Uriah Heep περιοδεύουν με τους Rush, τους Judas Priest και τους Def Leppard, των οποίων ο τραγουδιστής Joe Elliot είπε: «Ήταν η καλύτερη μπάντα, που έχουμε περιοδεύσει ποτέ, και έχουμε μάθει πολλά από αυτούς». Εν τω μεταξύ, ο μάνατζερ Gerry Bron χρεωκοπεί και τους αναλαμβάνει ο Harry Maloney, που τους κλείνει συμβόλαιο με την CBS. Δυστυχώς, ο David Byron πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ηπατική νόσο στις 28 Φεβρουαρίου 1985 στην ηλικία των 38 ετών. Το 1985 κυκλοφορεί το άλμπουμ “Equator”, που δεν πάει καλά και πολλοί τους κατηγόρησαν ότι δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που τους έδωσε η CBS, αν και ο Box θεωρεί ότι η εταιρία δεν προώθησε, όπως θα έπρεπε τον δίσκο. Ο Peter Goalby, έχοντας εντελώς εξαντληθεί και με σοβαρά προβλήματα στη φωνή του, αποχωρεί λέγοντας «Αγαπώ τους Uriah Heep, πιστεύω σε αυτούς, αλλά πλέον δεν αντέχω». Τον αντικαθιστά ο Steff Fontaine των Alien. Στη συνέχεια, ο John Sinclair αποφάσισε να γυρίσει στον Ozzy Osbourne και στη θέση του έρχεται ο πληκτράς Phil Lanzon (Grand Prix, Sad Café). Ο Fontaine δεν έδειξε επαγγελματισμό και απολύθηκε μετά από μόλις μία Αμερικάνικη περιοδεία. H θέση του Fontaine δόθηκε στον πρώην τραγουδιστή των Grand Prix, Praying Mantis και Stratus, τον Bernie Shaw, κάτι που αποδείχθηκε ότι ήταν η σοφότερη κίνηση. Ο ίδιος είπε ότι ήταν μεγάλη τιμή για εκείνον να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο θρυλικό συγκρότημα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

     Η σύνθεση αυτή παρέμεινε αμετάβλητη από το 1986 έως το 2007: Mick Box στην κιθάρα, Trevor Bolder στο μπάσο, Lee Kerslake στα τύμπανα, τραγουδιστής ο Bernie Shaw και Phil Lanzon στα πλήκτρα. Κάνουν μια μεγάλη περιοδεία και τον Δεκέμβριο του 1987 ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που καλούνται να παίξουν στη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο της πολιτικής του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Στο Ολυμπιακό Στάδιο της Μόσχας η μπάντα έπαιξε δέκα συνεχόμενες νύχτες σε ένα σύνολο 180.000 ανθρώπων, γεγονός που δεν είναι απλά ένα επίτευγμα για τους Uriah Heep, αλλά μια σημαντική εξέλιξη για τη Δυτική μουσική γενικότερα. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν με τίτλο “Live in Moscow”, περιλαμβάνοντας και τρία νέα κομμάτια. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι συναυλίες αυτές πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα αποκατέστησαν το όνομά τους. Μετά από μια σειρά από sold-out συναυλίες στην Τσεχοσλοβακία, το Ανατολικό Βερολίνο και τη Βουλγαρία, το συγκρότημα επέστρεψε στη Βρετανία για το Reading Festival τον Αύγουστο του 1988. Το άλμπουμ “Raging Silence” κυκλοφόρησε το Μάιο του 1989 και οι στιγμές που ζούσαν ήταν φανταστικές. Στις αρχές του 1991 κυκλοφόρησε το album “Different World”, που δεν πήγε καθόλου καλά, γιατί μπορεί να ήταν ήπιο, σε σχέση με αυτό, που οι οπαδοί είχαν συνηθίσει. To πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 θεωρείται ακόμη και από τους οπαδούς των Heep σαν «τα πέτρινα χρόνια». Το album “Sea of Light” του 1995 είχε καλή υποδοχή και θεωρείται η επιστροφή της μπάντας στους γνώριμους, κλασικούς Heep ήχους του “Look at Yourself”, εγκαταλείποντας τους απερίσκεπτους pop-metal ήχους του “Equator”. To 1998 κυκλοφορεί το «Sonic Origami», που συνδυάζεται με μια επιτυχημένη ευρωπαϊκή περιοδεία, η οποία βγήκε και σε DVD υπό τον τίτλο “The Legend Continues”. Στις 7 Δεκεμβρίου του 2001 λαμβάνει χώρα μια συναυλία με τον Ken Hensley και τον John Lawton στο Λονδίνο.  

     Στις αρχές του 2007, ο ντράμερ Lee Kerslake αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μπάντα λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, η μπάντα προσλαμβάνει τον Russell Gilbrook και αμέσως ηχογραφεί ένα νέο δίσκο με τίτλο «Wake The Sleeper», όπου χρησιμοποιούνται διπλά τύμπανα στα τραγούδια “Wake The Sleeper” και “War Child”. Το album κυκλοφόρησε στις 2 Ιουνίου του 2008. Τον Οκτώβριο του 2009 οι Uriah Heep κυκλοφορούν έναν επετειακό δίσκο για τα 40 χρόνια τους, που περιέχει νέες ηχογραφήσεις σε δώδεκα από τα πιο γνωστά κομμάτια τους, καθώς και δύο ολοκαίνουργια τραγούδια. Η συλλογή αυτή υπογραμμίζει και πάλι ότι Uriah Heep αξίζουν μεγάλο σεβασμό για τα επιτεύγματα του παρελθόντος τους, αλλά πολύ πιο σημαντικό είναι ότι είναι μια μπάντα με ένα λαμπρό μέλλον, καθώς και μια λαμπρή ιστορία. Τον Απρίλιο του 2011 οι Uriah Heep κυκλοφορούν τον 23ο δίσκο τους, το “Into the Wild”. Εν τω μεταξύ, ο μπασίστας Trevor Bolder πέθανε στις 21 Μαΐου 2013, αφού υπέφερε από καρκίνο στο πάγκρεας, σε ηλικία 62 ετών. Οι Uriah Heep μπήκαν στο στούντιο τον Ιανουάριο του 2014, για να ηχογραφήσουν το 24ο full-length τους, με νέο μπασίστα τον Davey Rimmer. Το “Outsider” κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2014.

     Συνοπτικά θα έλεγα ότι ο Mick Box ήταν αυτός, που κράτησε τη σημαία των Uriah Heep ψηλά, ήταν αυτός που πραγματικά έβρισκε τη λύση, όποτε χρειαζόταν. Από την μπάντα πέρασαν μεγάλα ονόματα, κορυφαίοι μουσικοί και κάθε περίοδος έχει τα καλά της και τα κακά της. Οι Uriah Heep, όμως, θα συγκαταλέγονται πάντα στα συγκροτήματα εκείνα, που διαμόρφωσαν τον ήχο της rock μουσικής, γιατί τραγούδια σαν τα “Sunrise”, το “Look at Yourself”, “Easy livin’”, “Free Me”, “July Morning”, “Lady in Black”, “Sympathy” και τόσα άλλα, δεν ξαναγράφονται. Και εκτός αυτού, έδωσαν μια νέα διάσταση σε αυτό, που ονομάζεται progressive rock. Σήμερα κάνουν αυτό που θέλουν, σεβόμενοι την ιστορία τους και πιο πολύ τους οπαδούς τους.

 

 

 

 

You may also like

Leave a Comment


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.