Home » OLDIEZ BUT GOLDIEZ: Deep Purple

OLDIEZ BUT GOLDIEZ: Deep Purple

by MythofRock

    

Δεν ξέρω αν μπορώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω το πως ένιωσα, όταν άκουσα για πρώτη φορά τους Deep Purple. Ήταν λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Ο νευρώδης και απειλητικός ήχος της κιθάρας του Ritchie Blackmore, σε συνδυασμό με το δραματικό αλλά πανέμορφο ουρλιαχτό του Ian Gillan, το κλασικό Hammond του Jon Lord, καθώς και η δυναμική του rhythm section των Roger Glover και Ian Paice, με ανατρίχιασαν. Ήταν σε αντίθεση με ο,τιδήποτε άλλο είχα ακούσει ποτέ. Και κυριολεκτικά άλλαξε τη ζωή μου. 40 χρόνια μετά, όταν τους ακούω, είναι σαν να τους ακούω για πρώτη φορά.

Η ΑΡΧΗ

 

     Ξεκίνησαν στο Hertford το 1968 και θεωρούνται από τους πρωτοπόρους του σκληρού ήχου, άσχετα αν με την πάροδο του χρόνου έψαξαν κι άλλες μουσικές διαδρομές. Το 1967 ο πρώην drummer των The Searchers, Chris Curtis, επικοινώνησε στο Λονδίνο με τον επιχειρηματία Tony Edwards, με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να σχηματίσει ένα νέο supergroup με το όνομα Roundabout. Εντυπωσιασμένος με το σχέδιο, ο Edwards συμφώνησε να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα με δύο φίλους του, τον John Coletta και τον Ron Hire. Το πρώτο μέλος ήταν ο Jon Lord, συγκάτοικος του Curtis, ο οποίος έπαιζε με τους The Artwoods. Ακολούθησε ο κιθαρίστας Ritchie Blackmore, ο οποίος πείστηκε να επιστρέψει από το Αμβούργο, όπου είχε κάνει όνομα σαν session κιθαρίστας. H αλλαγή συμπεριφοράς του Curtis και η έλλειψη ενδιαφέροντος για το έργο, που είχε ξεκινήσει, ανάγκασε τον Edwards να τον απομακρύνει από την μπάντα. Αλλά ο Lord και ο Blackmore ήταν πρόθυμοι να συνεχίσουν και συνέχισαν να ψάχνουν νέα μέλη, έχοντας τον Tony Edwards σαν manager. Για το μπάσο, ο Lord πρότεινε τον παλιό του φίλο Nick Simper, με τον οποίο είχε παίξει σε μια μπάντα, τους The Flower Pot Men and their Garden (παλαιότερα γνωστή ως The Ivy League) το 1967. O Simper ήταν πριν στους Johnny Kidd and the Pirates και είχε επιζήσει στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όπου σκότωθηκε ο Kidd. Επιπλέον ο Simper γνώριζε τον Blackmore από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60, όταν το πρώτο του συγκρότημα, The Renegades, έκανε το ντεμπούτο του την ίδια εποχή με ένα από τα πρώτα συγκροτήματα του Blackmore, τους The Dominators. O Bobby Woodman ήταν η αρχική επιλογή για τα drums, αλλά κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών για τραγουδιστή, ο Rod Evans από τους Maze ήρθε με τον drummer του, Ian Paice. O Blackmore είχε δει τον Paice σε περιοδεία με τους Maze στη Γερμανία το 1966 και είχε εντυπωσιαστεί από το 18χρονο drummer. Ενώ o Woodman ήταν έξω για τσιγάρα, o Blackmore έκανε ένα γρήγορο δοκιμαστικό για τον Paice. Έτσι, ο Paice και ο Evans κέρδισαν τις αντίστοιχες θέσεις και το line-up ήταν πλήρες. Η μπάντα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1968 στο Deeves Hall, ένα εξοχικό σπίτι στο South Mimms, του Hertfordshire. Ζουν εκεί, γράφοντας και κάνοντας πρόβες. Μετά από μια σύντομη περιοδεία στη Δανία και τη Σουηδία σαν Roundabout, τον Απρίλιο ο Blackmore πρότεινε το όνομα Deep Purple, από το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του (μεγάλη επιτυχία του Pete De Rose το 1933), η οποία συνήθιζε να το παίζει στο πιάνο. Δεύτερη επιλογή ήταν το Concrete God, όμως σκέφτηκαν πως ήταν πάρα πολύ σκληρό για να το αποδεχθεί ο κόσμος. Το πρώτο album “Shades of Deep Purple”, κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1968. Η μπάντα είχε επιτυχία στη Βόρεια Αμερική με μια διασκευή του Joe South, το “Hush”, και τον Σεπτέμβριο του 1968 το τραγούδι είχε φτάσει στο Νο 4 στις ΗΠΑ και στο Νο 2 στον Καναδά, σπρώχνοντας έτσι το album μέχρι το Νο 24 στις ΗΠΑ. Τον επόμενο μήνα, οι Deep Purple ορίστηκαν σαν support μπάντα στην αποχαιρετιστήρια περιοδεία των Cream. Το δεύτερο album, “The Book of Taliesyn”, ηχογραφήθηκε γρήγορα και κυκλοφόρησε στη Βόρεια Αμερική, για να συμπέσει με την περιοδεία. Το album περιλαμβάνει μια διασκευή του Neil Diamond, το “Kentucky Woman”, που έφτασε στο Νο 38 στις ΗΠΑ και στο Νο 21 στον Καναδά, αν και οι πωλήσεις του album δεν ήταν τόσο πολλές (Νο 54 στις ΗΠΑ, Νο 48 στον Καναδά). Το “The Book of Taliesyn” δεν θα κυκλοφορήσει στην πατρίδα της μπάντας μέχρι την επόμενη χρονιά, και, όπως και το πρώτο τους, δεν μπόρεσε να έχει μεγάλο αντίκτυπο στα charts της Βρετανίας. Στις αρχές του 1969, η μπάντα ηχογράφησε ένα single με τίτλο “Emmaretta”, από το όνομα της Emmaretta Marks, μιας ηθοποιού του θιάσου του μιούζικαλ ‘Hair”, την οποία φλέρταρε ο Evans. Μέχρι τον Μάρτιο του ίδιου έτους, οι Deep Purple είχαν ολοκληρώσει την ηχογράφηση του τρίτου τους album, με τίτλο “Deep Purple”. Το album περιείχε έγχορδα και πνευστά σε ένα κομμάτι, το “April”, προβάλλοντας την κλασική παιδεία του Lord και πολλές άλλες επιρροές της μπάντας, κυρίως τους Vanilla Fudge. Ο Lord και ο Blackmore είχαν ισχυριστεί τότε ότι η μπάντα, αν συνέχιζε έτσι, θα κατέληγε να γίνει κλώνος των Vanilla Fudge. Αυτή ήταν η τελευταία ηχογράφηση του αρχικού line-up, γνωστού και ως Mark I.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ

 

     Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής περιοδείας το 1969, ο Lord, ο Blackmore και ο Paice συζήτησαν την επιθυμία τους να βαδίσουν σε πιο βαρύ μουσικό ύφος. Ένιωθαν ότι ο Evans και ο Simper δεν θα ταίριαζαν με ένα heavy rock ύφος, έτσι τους αντικατέστησαν εκείνο το καλοκαίρι. Αναζητώντας τραγουδιστή, ο Blackmore ήθελε τον 19χρονο Terry Reid, ο οποίος όμως δεσμευόταν με συμβόλαιο και ενδιαφερόταν περισσότερο για την solo καριέρα του. Έτσι κινήθηκαν προς τον Ian Gillan από τους Episode Six, ένα συγκρότημα, που είχε κυκλοφορήσει αρκετά singles στη Βρετανία χωρίς να κάνει εμπορική επιτυχία. Ο Gillan είχε πρόταση από τον Nick Simper, όταν σχηματίστηκαν οι Roundabout, αλλά τότε πίστευε ότι οι Roundabout δεν θα κάνουν τίποτα κι επιπλέον ένιωθε ότι οι Episode Six ήταν έτοιμoι για το μεγάλο άλμα. Εκτός του Gillan, στην μπάντα προστέθηκε και ο μπασίστας Roger Glover με την προτροπή του Ian Paice. Αυτό ήταν και το τέλος των Episode Six. Έτσι ξεκίνησε το δεύτερο line-up, γνωστό και ως Mark II.

     Ηχογράφησαν ένα single με τον τίτλο “Hallelujah” και τον Σεπτέμβριο του 1969, με απόφαση και σε σύνθεση του Jon Lord, ηχογραφούν το album “Concerto for Group and Orchestra” στο Royal Albert Hall, με τη Royal Philharmonic Orchestra. Ήταν μία από τις πρώτες συνεργασίες μεταξύ ενός rock συγκροτήματος και μιας ορχήστρας. Αυτό το live album τους έφερε στη δημοσιότητα αλλά δεν χαροποίησε ιδιαίτερα τους υπόλοιπους.

     Το πρώτο studio album της περιόδου αυτής, που κυκλοφόρησε στα μέσα του 1970, ήταν το “In Rock” (με εμπνευσμένο εξώφυλλο το όρος Rushmore). Η μπάντα ηχογράφησε το single “Black Night”, το οποίο ανέβηκε στο Βρετανικό Top Ten. Ο Blackmore δήλωσε : “Βαριέμαι να παίζω με κλασικές ορχήστρες. Τώρα είναι η σειρά μου. Ο Jon είναι πιο κλασικός. Εγώ θα κάνω rock. Αν αυτό το album αποτύχει, θα παίζω με ορχήστρες σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου”. Το επόμενο album “Fireball” κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1971. Το ομότιτλο κομμάτι κυκλοφόρησε σαν single, όπως και το “Strange Kind of Woman”. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την κυκλοφορία του “Fireball”, η μπάντα προγραμμάτισε την ηχογράφηση του επόμενου album. Ένα τραγούδι, το “Highway Star” δημιουργήθηκε μέσα στο λεωφορείο, που τους μετέφερε για μια συναυλία στο Portsmouth, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου: “Πώς καταφέρνετε να γράφετε τραγούδια;”. Τρεις μήνες αργότερα, το Δεκέμβριο του 1971, η μπάντα ταξίδεψε στην Ελβετία, για να ηχογραφήσει το “Machine Head” album. H ηχογράφηση γινόταν κοντά σε ένα καζίνο στο Montreux, χρησιμοποιώντας το Rolling Stones Mobile Studio, αλλά μια πυρκαγιά κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των Frank Zappa and the Mothers of Invention, που προκλήθηκε από κάποιον που πέταξε μια φωτοβολίδα στο ταβάνι, έκαψε το καζίνο. Αυτό το περιστατικό ήταν η έμπνευση για το τραγούδι “Smoke on the Water”. Το “Machine Head” έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα albums της μπάντας. Έφθασε στο No 1 στην Βρετανία, στο Νο 7 στις ΗΠΑ και στο Νο 1 στον Καναδά. Περιελάμβανε κομμάτια, που έγιναν κλασικά, όπως τα “Highway Star”, “Space Truckin”, “Lazy” και φυσικά, το πιο δημοφιλές τραγούδι τους, το “Smoke on the Water”. Συνεχίζοντας τις περιοδείες το 1972, πηγαίνουν στην Ιαπωνία, όπου ηχογραφούν ένα διπλό live album, το περίφημο “Made in Japan”, το οποίο ακόμη και σήμερα παραμένει ένα από τα καλύτερα live albums στη rock μουσική. Η μπάντα συνέχισε να γράφει τραγούδια και το 1973 κυκλοφορεί το album “Who Do We Think We Are”. Με το single “Woman from Tokyo”, το album έφτασε στο Νο 4 στη Βρετανίας και στο Νο 15 στις ΗΠΑ. Δυστυχώς όμως, οι εσωτερικές εντάσεις και η εξάντληση ήταν πιο αισθητές από ποτέ. Είχαν πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους. Ο Ian Gillan και ο Roger Glover φεύγουν και μ’ αυτόν τον τρόπο τελειώνει η περίοδος του Mark II line-up, ακριβώς τη στιγμή που η μπάντα ήταν στην κορυφή.

 

 

ΚΙ ΟΜΩΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ

      Στο συγκρότημα έρχεται ο μπασίστας/τραγουδιστής Glenn Hughes από τους Trapeze. Μια κρούση έγινε στον τραγουδιστή Paul Rodgers από τους Free, αλλά δεν πρόλαβαν, διότι εκείνος είχε ήδη σχηματίσει τους Bad Company. Έτσι τα δοκιμαστικά συνεχίστηκαν, για να πάρουν τελικά έναν άσημο τραγουδιστή, τον David Coverdale, του οποίου η blues χροιά της φωνής του άρεσε στον Blackmore. Έτσι έχουμε το τρίτο line-up. Το album “Burn” ήταν άκρως επιτυχημένo και ακολούθησε μια άλλη παγκόσμια περιοδεία. Στο “Burn” είναι φανερή η μουσική δεξιοτεχνία όλων των μελών του συγκροτήματος και επιπλέον περιέχει και στοιχεία της funk και blues στη μουσική τους, κάτι, που έγινε πιο εμφανές στο τέλος του 1974, όταν κυκλοφόρησε το “Stormbringer”. Εκτός από το ομώνυμο τραγούδι, το album “Stormbringer” είχε μια σειρά από τραγούδια, που ακούστηκαν πολύ στο ραδιόφωνο, όπως το “Lady Double Dealer”, το “The Gypsy” και το “Soldier Of Fortune”. Ωστόσο, στον Blackmore δεν άρεσαν τα funky/soul στοιχεία και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να φύγει από το συγκρότημα στις 21 Ιουνίου 1975.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ

     Με την φυγή του Blackmore, οι Deep Purple είχαν να αντιμετωπίσουν ένα από τα μεγαλύτερα κενά στην ιστορία της rock μουσικής. Κι εκεί, που όλοι περίμεναν να διαλυθούν, ανακοίνωσαν την αντικατάσταση του Blackmore με τον Tommy Bolin. Προηγήθηκαν φυσικά κρούσεις στους Clem Clempson (Humble Pie), Zal Cleminson (The Sensational Alex Harvey Band), Mick Ronson (David Bowie & The Spiders From Mars) και Rory Gallagher. O David Coverdale κάλεσε τον Bolin για δοκιμαστικό και ο ίδιος ο Bolin σε μια συνέντευξή του είπε ότι και ο ίδιος ο Blackmore τον ενθάρρυνε να πάει. Τον Οκτώβριο του 1975 κυκλοφορεί το album “Come Taste the Band”. Παρά τo ταλέντο του Bolin, τα προσωπικά του προβλήματα με τα σκληρά ναρκωτικά άρχισαν να εκδηλώνονται. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας του συγκροτήματος, πολλοί οπαδοί αποδοκίμασαν ανοιχτά την αδυναμία του Bolin να παίξει solo, όπως ο Ritchie Blackmore, μη συνειδητοποιώντας ότι αυτός παρεμποδίζεται από τον εθισμό του. Μετά από αρκετές μη επιτυχημένες συναυλίες, η μπάντα ήταν σε κίνδυνο. Το τέλος ήρθε κατά τη διάρκεια της περιοδείας στην Αγγλία στις 15 Μαρτίου 1976, στο Empire Theatre του Liverpool. Ο Coverdale έφυγε με δάκρυα στα μάτια, λέγοντας ότι δεν υπήρχε πια η μπάντα. Η απόφαση της διάλυσης των Deep Purple είχε παρθεί πριν από την τελευταία συναυλία από τον Lord και τον Paice (τα τελευταία εναπομείναντα αρχικά μέλη). Η επίσημη διάλυση έγινε τελικά τον Ιούλιο του 1976 με τον τότε manager Rob Cooksey να ανακοινώνει: “η μπάντα δεν θα ηχογραφήσει ούτε θα δώσει συναυλία ως Deep Purple”.

REUNION ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ Νο 2

 

     Οι οπαδοί έπρεπε να περιμένουν 8 χρόνια, για να πανηγυρίσουν την επανασύνδεση της μπάντας. Και όχι μόνον αυτό, αλλά με την σύνθεση που έγραψε ιστορία. Τον Απρίλιο του 1984, οι Gillan, Lord, Blackmore, Glover και Paice υπογράφουν συμφωνία με την PolyGram και ηχογραφούν το album “Perfect Strangers”, το οποίο κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1984. Μια μεγάλη επιτυχία, που φθάνει στο Νο 5 στη Βρετανία και στο Νο 17 στις ΗΠΑ. Περιελάμβανε τα singles “Knockin’ at your back door” και “Perfect Strangers”. Ακολουθεί μια εξίσου πετυχημένη παγκόσμια περιοδεία και όλα φαίνονται μια χαρά. Το 1987 κυκλοφορεί το επόμενο album, “The House of Blue Light”, αλλά στην περιοδεία, που ακολούθησε, σε μια συναυλία ο Blackmore έσπασε ένα δάκτυλο στην προσπάθειά του να πιάσει την κιθάρα του, που την είχε πετάξει στον αέρα. Το 1988 ηχογραφούν το “Hush” με τον Gillan αυτή τη φορά στα φωνητικά, γιορτάζοντας τα 20 χρόνια της μπάντας. Αλλά δυστυχώς, όλα τα ωραία πράγματα κάποια στιγμή τελειώνουν. Οι διαφορετικές μουσικές αντιλήψεις των Gillan και Blackmore δημιουργούν συνεχείς εντάσεις μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την φυγή του πρώτου. Ακολουθούν πολλά δοκιμαστικά με μεγάλα ονόματα, για να καταλήξουν να πάρουν τον Joe Lynn Turner. To 1990 ηχογραφούν το album “Slaves and masters”, το οποίο όμως δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Επιπλέον, μια μεγάλη μερίδα των οπαδών είχε την άποψη πως “μάλλον θέλουν να γίνουν Foreigner”. Μόλις ολοκληρώθηκε η περιοδεία προώθησης του album, o Turner έφυγε. Οι Lord, Paice και Glover απαιτούν την επιστροφή του Gillan, ενόψει και της 25ης επετείου. Ο Blackmore φυσικά αντιδρά, αλλά τελικά δέχεται, αφού αύξησε τον τραπεζικό του λογαριασμό κατά 250.000 δολάρια. Τελικά, με τον Gillan ηχογραφούν το “The battle Rages On” (προφητικός τίτλος;). Ακολουθεί μια πετυχημένη περιοδεία, αλλά στις 17 Νοεμβρίου 1993, μετά τη συναυλία στο Helsinki της Φινλανδίας, ο Blackmore αποχωρεί για πάντα. Στη συνέχεια, επιστρατεύθηκε ο Joe Satriani, από τον οποίο ζήτησαν να μείνει και μετά την περιοδεία, αλλά εκείνος δεν ήθελε. Έτσι ομόφωνα παίρνουν τον Steve Morse, ο οποίος είχε θητεία στους Dixie Dregs και τους Kansas.

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

 

     Η άφιξη του Morse αναζωογόνησε το συγκρότημα και το 1996 κυκλοφορούν νέο album, το “Purpendicular”, στο οποίο υπάρχει ο σεβασμός στην ιστορία και την παράδοση των Ρurple, χωρίς όμως να είναι επανάληψη του παρελθόντος. Περιοδείες σε όλον τον κόσμο με μεγάλη επιτυχία δείχνουν ότι η μπάντα έχει κάνει ένα πολύ δυναμικό ξεκίνημα. Το 1998 κυκλοφορούν το album “Abandon” με πιο σκληρό ήχο, θυμίζοντας ποιοι ήταν οι Deep Purple. Το 1999 ο Lord αναδημιουργεί προσεκτικά το “Concerto for Group and Orchestra”. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε στο Royal Albert Hall τον Σεπτέμβριο του 1999, αυτή τη φορά με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και περιελάμβανε ακόμα τραγούδια από τη solo καρριέρα του κάθε μέλους, καθώς και των Deep Purple, και κυκλοφόρησε το 2000 με τον τίτλο “Live at Royal Albert Hall”. Οι περιοδείες συνεχίστηκαν μέχρι το 2002, όταν ο Jon Lord αποχώρησε φιλικά, αφήνοντας την θέση του στον καταξιωμένο Don Airey, ο οποίος μέχρι τότε είχε συνεργαστεί με τους Rainbow, Ozzy Osbourne, Black Sabbath, Whitesnake και είχε βοηθήσει τους Purple το 2001, όταν ο Lord είχε έναν τραυματισμό στο γόνατο. Το 2003 οι Deep Purple κυκλοφορούν το album “Bananas”, το οποίο όμως δεν πήγε και τόσο καλά. Τον Οκτώβριο του 2005 κυκλοφορούν το album “Rapture of the Deep”, το οποίο ήταν μία ακόμα νέα αρχή, δείχνοντας του τι ακριβώς αυτή η μπάντα είναι ικανή να κάνει. Μέχρι τον Μάιο του 2011 τα μέλη της μπάντας διαφωνούν για το αν πρέπει να ηχογραφήσουν καινούριο album ή όχι. Τελικά στις 26 Φεβρουαρίου 2013, κυκλοφορεί το νέο album, με τίτλο “Now What?!”, αφιερωμένο στον Jon Lord, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 16 Ιουλίου 2012.

     Συμπερασματικά, οι Deep Purple είναι μια μπάντα, που δεν έβαλε απλώς ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της rock μουσικής, αλλά ολόκληρη κολώνα. Ήταν πρότυπο και επηρέασαν πολλά συγκροτήματα και μουσικούς. Η ιστορία τους περιλαμβάνει τα πάντα. Κι αν το 1975 μπήκαν στο Guiness Book of World Records ως η πιο θορυβώδης μπάντα του πλανήτη (“The Globe’s Loudest Band”) για μια συναυλία του 1972 στο London’s Rainbow Theatre κι αν έχουν πουλήσει πάνω από 100.000.000 δίσκους σε όλο τον κόσμο, ας μην τους βάλουν ποτέ στο Rock ‘n’ Roll Hall of Fame. Πιστεύω, όμως, ότι τα μέλη τους ξεχώρισαν για το ταλέντο τους και την προσωπικότητά τους. Έβγαλαν τραγούδια, που ακούστηκαν, ακούγονται και θα ακούγονται για πολλά χρόνια ακόμα. Ακόμη και σήμερα, που η ηλικία δεν επιτρέπει πολλά, γράφουν εξαιρετικά τραγούδια, κάνουν αξιοπρεπέστατες συναυλίες και δείχνουν ότι σέβονται το κοινό, που τους ακούει. Κάποιοι φυσικά μπορεί να διαφωνούν και να υποστηρίζουν ότι Deep Purple χωρίς Blackmore και Lord δεν είναι Deep Purple, αλλά αυτό είναι καθαρά υποκειμενικό θέμα για τον καθένα. Σίγουρα τραγούδια σαν το “Smoke on the Water” (ο ίδιος ο Blackmore είχε αναρωτηθεί, γιατί αρέσει τόσο πολύ ένα τόσο εύκολο τραγούδι), “Highway Star”, Strange Kind of Woman”, Child in Time” (ποιος άκουσε τη φωνή του Gillan και δεν ανατρίχιασε;), “Lazy”, “Woman from Tokyo”, “Burn”, “Mistreated” (πώς να ξεχάσεις το πάθος της ερμηνείας του Coverdale;), “Stormbringer”, “Soldier of Fortune”, “Perfect Strangers” και τόσα άλλα, δεν ξαναβγαίνουν … αλλά εγώ ακούω και “Sometimes I Feel like Screaming”.

 Απόστολος Γκολφινόπουλος

 

 

 

 

 

You may also like

Leave a Comment


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.