Home » OLDIEZ BUT GOLDIEZ: Αφιέρωμα στους Bad Company

OLDIEZ BUT GOLDIEZ: Αφιέρωμα στους Bad Company

by MythofRock

από τον Απόστολο Γκολφινόπουλο

 

 

 

     Όταν δημιουργείται μια μπάντα με μέλη, που είναι ήδη καταξιωμένα, τότε μιλάμε για ένα supergroup. Και ένα τέτοιο ήταν οι Bad Company. Ο Paul Rodgers (φωνητικά) και ο Simon Kirke (τύμπανα) από τους Free, ο Mick Ralphs (κιθάρα) από τους Mott the Hoople και ο Boz Burell (μπάσο) από τους King Crimson. Και επιπλέον, manager ο Peter Grant, ο οποίος ήταν manager και στους Led Zeppelin. Αλλά ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά.

1973 – 1982

 

     Πολλοί νόμιζαν ότι στον Paul Rodgers άρεσε πολύ η ταινία “Bad Company” με τον Jeff Bridges και γι’ αυτό ονόμασε έτσι την μπάντα, αλλά σε μια συνέντευξη εξήγησε ότι η ιδέα προήλθε από ένα βιβλίο με μια φωτογραφία ενός παιδιού, που κοιτούσε έναν «κακό» άνθρωπο με τη λεζάντα “beware of bad company”. Το 1974 κάνουν ντεμπούτο με το album “Bad Company”, το οποίο έφτασε στο Νο. 1 στις ΗΠΑ και στο Νο. 3 στην Βρετανία. Με τραγούδια σαν τα “Can’t Get Enough”, “Movin’ On”, “Rock Steady”, “Bad Company” και “Ready for Love”, θεωρείται ένα από τα διαμάντια της rock μουσικής. Το 1975 το δεύτερο album τους, “Straight Shooter”, έφτασε στο Νο. 3 και στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, με τα “Good Lovin’ Gone Bad” και “Feel Like Makin’ Love” να ξεχωρίζουν. Το τρίτο τους album, “Run With the Pack”, κυκλοφορεί το 1976 και φτάνει στο No. 4 στη Βρετανία και No. 5 στις ΗΠΑ, έχοντας στη λίστα του τα”Young Blood”, “Silver, Blue and Gold”, “Live For the Music” και το ομώνυμο. Το 1977 κυκλοφορούν το “Burnin’ Sky”, που φτάνει στο No. 15 στις ΗΠΑ και στο No. 17 στη Βρετανία. Το 1979 βγαίνει το “Desolation Angels”, το οποίο πάει καλύτερα και φτάνει στο No. 3 στις ΗΠΑ και στο No. 10 στη Βρετανία. Στο album αυτό έχουν προσθέσει στον ήχο τους πλήκτρα και έγχορδα. Επιτυχία γνωρίζουν τα “Rock ‘n’ Roll Fantasy” και “Gone, Gone, Gone”. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 δεν θέλουν να κάνουν μεγάλες συναυλίες και ο μάνατζερ Peter Grant δεν ενδιαφέρεται πολύ γι’ αυτούς. Έτσι, έρχεται το τέλος κι όπως είπε ο Simon Kirke, «ο Grant ήταν αυτός, που μας κρατούσε ενωμένους, κι αφού μας άφησε, χωρίσαμε». Απέχουν από τις ηχογραφήσεις τρία χρόνια περίπου και το 1982 κυκλοφορούν το “Rough Diamonds”, το οποίο είναι το έκτο και τελευταίο album με την αρχική σύνθεση. Δυστυχώς, οι πωλήσεις ήταν οι χειρότερες, που έχουν κάνει με τον Paul Rodgers στα φωνητικά. Το album έφτασε στο Νο. 15 στη Βρετανία και στο Νο. 26 στις ΗΠΑ, με τα “Electricland” και “Painted Face” να ξεχωρίζουν. Μετά την κυκλοφορία του, οι Bad Company διαλύονται. Ο Mick Ralphs είπε: «Ο Paul χρειαζόταν ένα διάλειμμα και ειλικρινά, όλοι μας το είχαμε ανάγκη. Η μπάντα είχε γίνει πολύ μεγαλύτερη από όλους μας και αν συνεχίζαμε, θα καταστρεφόταν κάποιος ή κάτι. Από την επιχειρηματική πλευρά αυτό ήταν λάθος, αλλά το ένστικτο του Paul ήταν απολύτως σωστό». Παρ’ ότι φημίζονταν για τις ζωντανές εμφανίσεις τους, παίζοντας σε μεγάλα στάδια για σχεδόν μια δεκαετία, οι Bad Company δεν κυκλοφόρησαν ένα live album εκείνη την περίοδο.

1986 – 1994

 

     Το 1985 ο Mick Ralphs και ο Simon Kirke, έχοντας συνεργαστεί την προηγούμενη χρονιά στο album του Ralphs “Take this”, αποφάσισαν να φτιάξουν ένα νέο project. Αλλά το 1986, η εταιρία τους, η Atlantic Records, επέμεινε να συνεχίσουν με το όνομα Bad Company. Δυστυχώς, ο Paul Rodgers είχε ήδη εμπλακεί με ένα νέο supergroup, τους The Firm. Έτσι, τα δύο μέλη συνεργάζονται με τον πρώην τραγουδιστή του Ted Nugent, τον Brian Howe. Προσλαμβάνουν σαν νέο μπασίστα τον Steve Price και τον πληκτρά Greg Dechert (πρώην Uriah Heep). Το φωνητικό στυλ του Howe έφερε ένα pop/rock ήχο και τα πράγματα δεν ήταν όπως παλιά, που τα στάδια γέμιζαν στις συναυλίες τους. Προσέλαβαν τον παραγωγό των Foreigner, Keith Olsen, για το καινούριο album με το νέο line up, το “Fame and Fortune”, που κυκλοφόρησε το 1986. Με τον ήχο της εποχής, πολλά πλήκτρα σε αντίθεση με τους προηγούμενους δίσκους, το album δεν γνώρισε την επιτυχία, που περίμεναν. Αλλά τα πράγματα θα άλλαζαν προς το καλύτερο. Το 1987 ο Dechert αποσύρεται από την μπάντα και αποφασίζουν να μην έχουν πλέον πλήκτρα. Εκείνη τη χρονιά περιόδευσαν ως support των Deep Purple. Για το επόμενο album, με τίτλο “Dangerous Age” (1988), αντικατέστησαν τον Olsen με τον παραγωγό Terry Thomas, ο οποίος βοηθά την μπάντα να επιστρέψει στον ήχο της κιθάρας και, βάζοντας λίγα πλήκτρα, γράφει τα περισσότερα από τα τραγούδια μαζί με το συγκρότημα. Το album πάει αρκετά καλά και βγάζει hits, όπως τα “No Smoke without a Fire”, “One Night” και “Shake it Up”. Το “Holy water” album γράφτηκε κυρίως από τον Brian Howe και τον Terry Thomas και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1990. Πετυχαίνει εμπορικά και παίρνει καλές κριτικές, ενώ ξεχωρίζουν τα «If you Needed Somebody», “Holy water” και “Walk through Fire”. Το τελευταίο album με τον Howe κυκλοφορεί το 1992 με τίτλο «Here Comes Trouble» και περιλαμβάνει τις μεγάλες επιτυχίες “How about That” και “This Could be The One”. Στην περιοδεία, που ακολουθεί, ηχογραφούν το live album “What You Hear Is What You Get: The Best of Bad Company”, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1993 και περιλαμβάνει επιτυχίες από τις Rodgers και Howe εποχές της μπάντας. Ο Howe εγκατέλειψε το συγκρότημα το 1994, δηλώνοντας ότι είναι δύσκολη απόφαση, αλλά βαρέθηκε να κάνει όλη τη δουλειά με τον Terry Thomas και οι υπόλοιποι να μην κάνουν τίποτε και να είναι και δυσαρεστημένοι.

1994 – 1998

 

     Μετά τον Howe, η μπάντα προσέλαβε τον Robert Hart, πρώην τραγουδιστή των Distance, ο οποίος ήταν πιο κοντά στη φωνή του Rodgers. Κάνουν συμβόλαιο μαζί του σαν ισότιμο μέλος του συγκροτήματος και κυκλοφορούν το album “Company of Strangers” τον Ιούνιο του 1995, με μεγάλη επιτυχία το “Down and Dirty”. Στη συνέχεια, κάνουν μια μεγάλη περιοδεία στις ΗΠΑ με τους Bon Jovi. Το album “Stories Told and Untold” κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1996 και περιλαμβάνει επτά νέες ηχογραφήσεις παλιών επιτυχιών τους και επτά νέα τραγούδια. Για την περιοδεία του 1996, η σύνθεση ήταν: Kirke, Hart, Rick Wills και ο Dave “Bucket” Colwell. Ο Ralphs έμεινε έξω από την περιοδεία λόγω προβλημάτων υγείας.

1998 – 2002

     Στις 4 Δεκεμβρίου 1995, τα τέσσερα αρχικά μέλη των Bad Company βρέθηκαν μαζί για πρώτη φορά σε δεκατρία χρόνια στην κηδεία του πρώην manager τους, Peter Grant. Αυτή η συνάντηση ήταν η φλόγα για αυτό, που θα συνέβαινε μετά από δυόμισι χρόνια. Το 1998 ο Rodgers και ο Kirke συζητούσαν την κυκλοφορία ενός album με βιογραφικά στοιχεία και φωτογραφίες για τους οπαδούς τους, με τον Rodgers να θέλει και τέσσερα νέα τραγούδια. Τελικά, το reunion γίνεται κι έτσι μπαίνουν στο studio για ηχογράφηση. Τα καινούρια “Hey Hey” και “Hammer of Love” γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και βρίσκονται στο album “The Original Bad Company Anthology”, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1999. Σε πολλούς οπαδούς δεν άρεσε η επιλογή των τραγουδιών, γιατί έμειναν εκτός πολλά αγαπημένα. Με τον David Lee Roth να ανοίγει τις συναυλίες τους, η αρχική σύνθεση των Bad Company έδωσε 32 παραστάσεις στις ΗΠΑ, οι οποίες πήγαν πολύ καλά. Μετά το τέλος της περιοδείας, τελείωσε και το reunion αυτό. Ο Ralphs ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί να παίζει ζωντανά και ο Burrell έφυγε και πάλι. Το 2001 ο Paul Rodgers και ο Simon Kirke έκαναν μια περιοδεία, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και συνεχίστηκε στην Βρετανία, έχοντας μαζί τους τους Wills και Colwell στη θέση των Ralphs και Burrell. Έτσι, ηχογραφούν ένα live album και ένα DVD με τίτλο “Merchants of Cool” και γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι “Joe Fabulous”, το οποίο παίζεται πολύ στα ραδιόφωνα. Το 2002 περιοδεύουν και πάλι με τους Kirke και Rodgers ως τα μόνα αυθεντικά μέλη, τον Colwell στην κιθάρα και τον Jaz Lochrie στο μπάσο. Μετά από την περιοδεία αυτή, οι Bad Company απενεργοποιούνται και ο Rodgers επέστρεψε στη solo καριέρα του. Η υπόλοιπη δεκαετία σημαδεύεται από τον θάνατο του Boz Burell από καρδιακό επεισόδιο, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2006, σε ηλικία 60 ετών.

     Από το 2008 και μέχρι σήμερα, οι Paul Rodgers, Mick Ralphs, Simon Kirke με την προσθήκη των Howard Leese (κιθάρα), Lynn Sorensen (μπάσο 2008 – 2012) και Todd Ronning (2012 – σήμερα), κάνουν συναυλίες θέλοντας να στηρίξουν αυτό που έχτισαν …

     Για εμένα, οι Bad Company είναι μία από τις καλύτερες hard rock μπάντες και θεωρώ τον Paul Rodgers σαν μία από τις κορυφαίες φωνές – τα τραγούδια, που έγραψαν με αυτόν στα φωνητικά, είναι εκπληκτικά. Με τους άλλους δύο τραγουδιστές είχαν κάποιες καλές στιγμές, αλλά μέχρι εκεί. Τη δεκαετία του ’70 μεγαλούργησαν πολλές μπάντες. Μία από αυτές ήταν οι Bad Company.

 

You may also like

Leave a Comment


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.