Οι σχεδόν άγνωστοι στην Ελλάδα Aversions Crown έρχονται από το Brisbane της μακρυνής Αυστραλίας, χώρα η οποία φαίνεται να έχει αναπτύξει κάποια αξιόλογη δραστηριότητα στη deathcore σκηνή. Η μπάντα ιδρύθηκε το 2009 και δύο χρόνια μετά κυκλοφόρησε, με δική της ανεξάρητη παραγωγή, τον πρώτο της δίσκο (“Servitude”). Η προσπάθεια αυτή προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Nuclear Blast, υπό τη δισκογραφική στέγη της οποίας οι Aversions Crown κυκλοφόρησαν το 2014 το “Tyrant”, ενώ φέτος επιστρέφουν με την τρίτη τους απόπειρα, με την επωνυμία “Xenocide”.
Οι Αυστραλοί από την πρώτη στιγμή προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν από την «in-your-face» τυποποιημένη προσέγγιση των περισσότερων συγκροτημάτων του είδους, παίζοντας ένα πιο τεχνικό deathcore, με τρεις μάλιστα κιθάρες, αξιοποιώντας την τεχνική κατάρτιση των μελών τους και με τη θεματολογία τους – ως αυθεντικά sci-fi freaks – να περιστρέφεται γύρω από το αγαπημένο τους ζήτημα της εξωγήινης εισβολής (τα εξώφυλλά τους αποδεικνύουν του λόγου το αληθές).
Παρά την παικτική τους ικανότητα, οι Αυστραλοί δεν είχαν αποφύγει την παγίδα της επανάληψης/τυποποίησης στις δύο προηγούμενες δουλειές τους. Όμως, στο “Xenocide” καταφέρνουν να κάνουν ένα εμφανές βήμα προόδου, καθώς οι συνθέσεις τους είναι αρκετά πιο ενδιαφέρουσες. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζει η κιθαριστική δουλειά που έχει γίνει και οι αρκετές εναλλαγές στους ρυθμούς, με τα πολύ έντονα ρυθμικά μέρη και τα κλασικά deathcore – ικά blast beats να δίνουν τη θέση τους σε μελωδικά περάσματα, τα οποία – είτε με leads και drums είτε μόνο με leads – δίνουν μια πιο ατμοσφαιρική υφή στον δίσκο. Περιπτώσεις, που ξεχωρίζουν για τη διακύμανση των ταχυτήτων, μπορεί κανείς να διακρίνει στο “Stillborn Existence”, στο “Erebus”, στο “Prismatic Abyss”, καθώς και στο “Odium”, όπου η μελωδική κιθάρα μας χαρίζει ένα πιο ήρεμο κλείσιμο σε μια αρκετά δυνατή 50 – λεπτη ακρόαση.
Ένα ακόμα θετικό στοιχείο για τη μπάντα είναι η αλλαγή στη φωνή, με τον Mark Poida να ταιριάζει απόλυτα με τη φιλοσοφία των συνθέσεων, τόσο με τα βαθιά growls όσο και τα πιο τσιριχτά του μέρη και να συνεισφέρει αποτελεσματικά στην ωμότητα και τη μελωδικότητα των συνθέσεων. Επιπλέον, η παραγωγή αναδεικνύει ένα κλασικό deathcore άκουσμα, με τη χρήση κάποιων ψηφιακών εφέ να είναι – ευτυχώς – διακριτική και να μην κουράζει.
Οι Aversions Crown με το “Xenocide” επενδύουν και πάλι στη συνθετική τους ικανότητα και κερδίζουν το στοίχημα της «ανερχόμενης μπάντας», που τους έχει αποδοθεί. Σε ένα ιδίωμα που πάσχει από έλλειψη πρωτοτυπίας, οι Αυστραλοί κάνουν το πρώτο ουσιαστικό βήμα για έξοδο από το τέλμα της ομοιομορφίας. Η επόμενη κυκλοφορία τους θα είναι κομβικής σημασίας, καθώς μπορεί να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη διατήρησή τους πάνω από τον πήχη που οι ίδιοι έθεσαν ή την επάνοδό τους στο επίπεδο του “Servitude”.
- 8/10
Αλέξης Νικολαΐδης