Σκηνοθεσία: Umberto Lenzi

Πρωταγωνιστούν: Hugo Stiglitz, Laura Trotter

92’ , 2.35 : 1

     Μια άγνωστη και ανώνυμη πόλη που σειέται συθέμελα, ένα κομμάτι του βιομηχανοποιημένου πολιτισμού το οποίο μολύνεται από τη ραδιενέργεια και μετατρέπει τους πολίτες σε νεκροζώντανα όντα. Πλάσματα που προσπαθούν να επιβιώσουν μεταξύ ζωής και θανάτου περιφέρονται στο αστικό τοπίο αναζητώντας την ανθρώπινη σάρκα, με σκοπό να κατασπαράξουν ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει να αναπνέει. Ό,τι ανθρώπινο έχει μάθει να επιβιώνει, μέσα σε ένα τόπο που μοιάζει με τσιμεντένια ζούγκλα, όπου οι κάτοικοι ζούνε και συμπεριφέρονται σαν τις μηχανές.

     Η ταινία του Umberto Lenzi είναι ένα απολαυστικό κινηματογραφικό αιματοκύλισμα που εξαπλώνεται με μορφή επιδημίας. Μιας επιδημίας η οποία ξεσπά όταν ένα αγνώστου ταυτότητος στρατιωτικό αεροσκάφος προσγειώνεται σε ένα πολιτικό αεροδρόμιο και από μέσα του ξεχύνεται ο θάνατος. Οι επιβάτες του έχουν μολυνθεί ραδιενεργά από άγνωστες αιτίες και ορμάνε με θυμό στους ανυποψίαστους πολίτες, με τις δυνάμεις του στρατού ανίκανες να αμυνθούν. Η αρρώστια εξαπλώνεται σε ολόκληρη την πόλη κι ένα όργιο δολοφονιών, αιματοχυσίας και κατακρεουργημένης ανθρώπινης σάρκας παρουσιάζεται στην οθόνη.

    Η προσέγγιση του Lenzi είναι διασκεδαστική και ταυτόχρονα εξωφρενική. Οι μολυσμένοι πολίτες (τους οποίους ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν θεωρεί ζωντανούς-νεκρούς), άλλοι καμένοι και άλλοι παραμορφωμένοι από την ραδιενέργεια, φέρονται με μια ακατάπαυστη οργή. Χωρίς να διαθέτουν τα βραδυκίνητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νεκροζώντανων, ας πούμε, του Romero, κινούνται σε γρήγορες ταχύτητες (θυμίζοντας τους μολυσμένους κατοίκους του Λονδίνου του Danny Boyle στο «28 Μέρες Μετά») και επιτίθενται, μεταδίδοντας τη μόλυνση. Επιτίθενται, όχι μόνο με τα νύχια και τα δόντια τους, αλλά με ρόπαλα, όπλα και λοστούς, κυρίως όμως με τσεκούρια και μαχαίρια, μιας και η αιχμή τους είναι και η πιο αποτελεσματική λύση για να ανοίξει το σώμα και να ξεχυθεί από μέσα το αίμα που τόσο λαχταρούν για να τους ξεδιψάσει.

     Οι μολυσμένοι, (διε)φθαρμένοι σωματικά και πνευματικά, μανιακοί (Crazies;), πραγματοποιούν μαζική επίθεση πρώτα σε ένα τηλεοπτικό σταθμό (άγνωστο πως έφτασαν εκεί) κομματιάζοντας κυριολεκτικά ένα γυναικείο χορευτικό σχήμα και το συνεργείο που το κινηματογραφεί, ενώ στη συνέχεια ξεσπάνε τη μανία τους σε ένα νοσοκομείο. Τα πτώματα γεμίζουν τα κτήρια που περιμένουν καρτερικά να ερημώσουν, ενώ από τη μανία της επιδημίας δεν γλυτώνει ούτε ο εγκαταλελειμμένος από πιστούς οίκος του Θεού. Ο Lenzi φαίνεται να το διασκεδάζει περισσότερο από όλους. Αδιαφορεί για τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και τους αναπτύσσει ελάχιστα, αφού ο πρωταρχικός του στόχος φαίνεται να είναι ο παραλογισμός, η ακόρεστη βία και το σοκ που προκαλούν στο θεατή τα σφαγιασμένα πτώματα, τα ακρωτηριασμένα μάτια και η σήψη στα πρόσωπα των θυμάτων. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να κατασκευάσει μια αιματοβαμμένη ταινία, αφιερωμένη στη φρίκη του βίαιου θανάτου και την ολοκληρώνει ονειρικά, με τον τρόμο ενός ατέλειωτου εφιάλτη να πλανάται στην οθόνη.

Χρήστος Ζαφειριάδης

“Το Μικρό Ψάρι” (2014)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Πρωταγωνιστούν: Βαγγέλης Μουρίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Πέτρος Ζερβός, Γιάννης Τσορτέκης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Γιάννης Αναστασάκης
Διάρκεια: 137’

“Κουκιά μετρημένα, φίλε…”

     Μέσα σε έναν τεράστιο ωκεανό αχόρταγης τραμπουκοκρατίας και ματωμένων αναθυμιάσεων ανθρώπινης απόγνωσης, μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων, όπου ο καθένας από εμάς θα καταβρόχθιζε τον διπλανό του για πλάκα, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ο Οικονομίδης θα δομήσει μια ιστορία, που μοιάζει σαν ένα κακό όνειρο για τους πρωταγωνιστές, μια ταινία, όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια, που θέτει ο σκηνοθέτης, αλλά και να μπορούσε, δεν θα το έκανε ποτέ, γιατί αυτός είναι ο κόσμος, στον οποίον ανήκει. Μέσα σε αυτή την αμετάλλακτη κοινωνία, ο καθένας θα πρέπει να προσπαθήσει και τελικά να πολεμήσει, για να μπορέσει να επιβιώσει, αρκεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη συλλογιζόμενος τι είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει, αυτό, που του δίνει ανάσα στη ζωή και τελικά, αυτό, που του την παίρνει πίσω, χωρίς επιστροφή. Ο Στράτος το κάνει. Όχι για να αποδείξει ότι είναι καλύτερος από τους υπολοίπους αλλά για αγγίξει, έστω και κλασματικά, την αέναη στιγμή της ψυχικής του καθαρότητας.

     Το “Μικρό Ψάρι” δεν είναι, για να σε κάνει να χαρείς. Δε θα σε κάνει καν να χαμογελάσεις, αντίθετα θα σε συνθλίψει κάτω από μερικές δεκάδες τόνους κοινωνικής αποσύνθεσης και ανθρώπινης αποπνευμάτωσης. Είναι το βάρος ενός αποδομημένου τόπου (με την αποδόμηση να έρχεται απ’ το σενάριο και στη συνέχεια να χύνεται ορμητικά μέσα στην ταινία), το απέραντο βάθος μιας απύθμενης τρύπας, που μας ρουφάει όλους χωρίς σταματημό, αναγκάζοντάς μας να ξεπουλήσουμε ό,τι χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας, για μερικές σταγόνες ανόθευτου εγωισμού. Μέσα σε αυτό το χάος ο Οικονομίδης θα τοποθετήσει μια φιγούρα, που έσφαλε (σαν όλους τους άλλους), πλήρωσε για όσα του έχουν προσάψει και σήμερα κινείται μυστικά, έχοντας μάθει να αφαιρεί ζωές και να σκοτώνει συνειδήσεις, χωρίς να του καίγεται καρφάκι. Άλλωστε στο δικό του κόσμο, όλοι βρίσκονται ένοχοι για κάτι και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πρέπει να πληρώσουν. Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν υπάρχει χώρος για δισταγμούς και συναισθήματα, μονάχα ευτελείς μορφές, λουσμένες στο αίμα και την απόλυτη οργή μιας καταιγίδας, που δε λέει να κοπάσει.

     Μέσα σε αυτόν τον τόπο, που μοιάζει με νεκροταφείο ανθρώπων, που δεν έχουν ακόμα χάσει τη ζωή τους, ένα μικρό κορίτσι πέφτει θύμα των αμαρτωλών, καταδικασμένο να σταυρωθεί για αμαρτίες, που δε διέπραξε ποτέ. Έτσι, ο Στράτος βρίσκεται στο σημείο της ηθικής βαρύτητας ενός χρέους απέναντι στο μοναδικό ίσως αθώο χαρακτήρα της ταινίας, με τη σιωπή του να μαρτυρά την αφοσίωση σε έναν καινούριο σκοπό, αφήνοντας να φανεί μια αμυδρή ελπίδα, ικανή να σπάσει την παντοκρατορία του νοσηρού μαύρου, που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα.

     Έτσι, αυτός ο υπέροχος χαρακτήρας ανεπανάληπτης μοναξιάς σταματά να ψάχνει φίλους εκεί, που δεν υπάρχουν, αγγίζει την αυτογνωσία και προκαλεί τη σύγκρουση. Ξεκινά την αναζήτηση της προσωπικής του λύτρωσης μέσα από μια ύστατη πράξη απονομής δικαίου σε έναν αχόρταγο και άδικο τόπο, όπου τίποτα δεν δίνεται χωρίς αντάλλαγμα, τίποτα δεν κερδίζεται, αν δεν χάσεις ανεπιστρεπτί ένα κομμάτι του εαυτού σου. Καταφέρνει έτσι, να νιώσει για λίγο (ή για πάντα) ελεύθερος, αφήνοντας το ματωμένο του σημάδι επάνω σε μια αλήθεια, καταδικασμένη να ξεθωριάσει και να χαθεί, σαν να μην έζησε ποτέ. Προτού όμως χαθεί, στέκεται για λίγο μόνος, έχοντας κατακτήσει το βάρος της καθαρότητας, που εσωκλείεται σε ένα ανείπωτο, μέχρι τώρα, νόημα.

     Ένα νόημα αγνό, το οποίο κατοικεί κρυμμένο κάτω από τη σκόνη του χρόνου, που μας βαραίνει όλους, από τη γέννηση της ύπαρξης μέχρι τη σιωπηλή στιγμή του νομοτελειακού μας θανάτου.

 

“Deliver Us from Evil” (2014)

Σκηνοθεσία: Scott Derrickson

 

     Ένα απολαυστικό b-movie παραμένει πάντα ένα απολαυστικό b-movie, όσος χρόνος κι αν περάσει από πάνω του και αλλοιώνοντας κάποια από τα χαρακτηριστικά του. Το “Deliver us from Evil” του Scott Derrickson (“The Exorcism of Emily Rose”, “Sinister”) δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωριστεί ως το αριστούργημα του φανταστικού σινεμά από το ευρύ κοινό, το οποίο προσπαθεί να προσεγγίσει. Θα αναγνωρίζεται, όμως, πάντα ως ένα αξιόλογο b-movie μεταμεσονύχτιας κοπής, από εκείνους τους ελάχιστους, που έχουν μάθει να απολαμβάνουν τέτοιου είδους ταινίες, κυρίως για τα ελαττώματα τους και όχι για τα ελάχιστα προτερήματα, που μπορεί να διαθέτουν.

     Ένας άθεος αστυνομικός κι ένας αμαρτωλός ιεροκήρυκας αναζητούν τους Δαίμονες και τους Θεούς τους μέσα στο σκοτάδι του αστικού τοπίου, προσπαθώντας να λύσουν ένα μυστήριο, που γεννήθηκε στις κατακόμβες του Ιράκ και ταξίδεψε μέχρι την Αμερική, με σκοπό να αναπτυχθεί. Αυτό το αστικό τοπίο, στο οποίο τοποθετείται η ταινία, καταφέρνει και δίνει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στην ιστορία, φέρνοντας τον θεατή περισσότερο κοντά σε μια απρόσμενη πραγματικότητα και κρατώντας αποστάσεις από την εκκολαπτόμενη φαντασία. Αυτό φυσικά συμβαίνει μέχρι λίγο πριν το φινάλε, όπου η ταινία παραδίδεται εξ’ ολοκλήρου στα μαρτυρικά δαιμόνια, που κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα, χαρίζοντας στον θεατή μια από τις πιο αξιοπρεπείς τελετές εξορκισμού, που είδαμε στη μεγάλη οθόνη (κι ας παραμένει αναμενόμενη).

     Ατμοσφαιρικό μέχρι το σημείο που είναι ικανό και χωρίς να έχει σχέση με αληθινές ιστορίες (όσο κι αν κάτι τέτοιο πουλάνε οι αρχικοί τίτλοι), με σκοτεινή φωτογραφία και τη μουσική των Doors στην πρώτη γραμμή (επιφανειακά, όμως, τοποθετημένη), το “Deliver Us from Evil” μοιάζει με μια ταινία τρόμου, που δεν έχει σκοπό να ανανεώσει το είδος του φανταστικού σινεμά, σέβεται, όμως, αυτό που εκπροσωπεί, αφήνοντας υποσχέσεις για τις μετέπειτα δουλειές του δημιουργού του. Αναμένουμε.

 

 

 

“Krull” (1983)

Σκηνοθεσία: Peter Yates

 

     Το “Krull” διαθέτει κάτι το μαγικό. Δεν είναι μόνο το ότι καταφέρνει και αναμιγνύει το επικό συναίσθημα του “Conan the Barbarian” (χωρίς την βαρβαρότητα), τη φαντασία του “Πολέμου των Άστρων” (χωρίς τις διαγαλαξιακές μάχες) και την περιπέτεια του Indiana Jones (χωρίς το ρεαλισμό του), είναι το ότι το κάνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύονται μόνο τα καλύτερα χαρακτηριστικά αυτών των συστατικών. Γενναιότητα, αξιοπρέπεια και ανόθευτη περηφάνια, αρχαία σύμβολα, μαύρη μαγεία και εξωγήινοι σφαγείς είναι τα υλικά, που συνθέτουν το σκηνικό αυτής της επικής περιπέτειας επιβίωσης, με ένα υπέροχο soundtrack και την προφητεία ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν, ο κόσμος του “Krull” θα βρίσκεται για πάντα στην καρδιά μας. Ανεκτίμητο.

Χρήστος Ζαφειριάδης

Page 2 of 2